Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλΤουρκίαΚουρδιστάνΟυκρανίαΚορωνοϊός - ΚορονοϊόςΕνέργειαΤζιχαντιστές
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:
info@tribune.gr
Μενέλαος Γκίβαλος
Πανεπιστημιακός

Η μέγγενη του πολιτικού χρόνου και η στροφή στην καθημερινότητα

Η μέγγενη του πολιτικού χρόνου και η στροφή στην καθημερινότητα
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Κάθε κυβερνητικός ανασχηματισμός, πέραν των λειτουργικών προβλημάτων, των «κενών» απόδοσης στους στόχους και στις πρακτικές ή ακόμα και των εσωτερικών αντιφάσεων, ακόμα και αντιθέσεων, που επιδιώκει να αντιμετωπίσει, αποτελεί αναπόφευκτα μια τομή στον ιστορικό – πολιτικό χρόνο.

Σε μεγάλο βαθμό τα μέχρι τώρα προβλήματα «θεματοποιούνται» ως γεγονότα που ανήκουν στην «προηγούμενη μέρα», όπως και ο χαρακτήρας και η ένταση των ιδεολογικοπολιτικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που προηγήθηκαν. Με κάποιο έμμεσο τρόπο «μηδενίζεται το κοντέρ» του πολιτικού χρόνου και δρομολογείται μια επανεκκίνηση.

Ασφαλώς, τα μείζονα, τα κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η ελληνική κυβέρνηση και η χώρα έχουν τέτοιο χαρακτήρα, που όχι μόνο υπερβαίνουν την τομή ενός ανασχηματισμού, αλλά επικαθορίζουν, μάλιστα, τον ίδιο τον πολιτικό χρόνο, όπως και το εύρος των κυβερνητικών επιλογών.

Γι’ αυτό και πρωταρχική και απόλυτη σημασία αποκτά για την κυβέρνηση η διαχείριση του πολιτικού χρόνου.

Το «μέτωπο» των δανειστών, άλλωστε, μέσα από επάλληλους και έμμεσους ή άμεσους εκβιασμούς, ελέγχει σε πολύ μεγάλο βαθμό την «κλεψύδρα» του πολιτικού χρόνου, εβδομάδα την εβδομάδα, μήνα τον μήνα… «Τώρα, κρυμμένος στο ποτάμι, ανασαίνεις, ανασαίνεις με καλάμι», όπως θα έλεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος («Βιετνάμ γιε-γιε»).

Κλείσιμο εσωτερικών μετώπων

Τι επιτάσσει, συνακόλουθα, η διαχείριση του πολιτικού χρόνου; Κατά πρώτον, την ενίσχυση των συσχετισμών της κυβέρνησης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο στη στρατηγικής σημασίας σύγκρουσή της με το σύστημα της διαπλοκής.

Αυτή ακριβώς η μείζων επιλογή επιβάλλει το «κλείσιμο» ή την άμβλυνση έστω μετώπων και αντιπαραθέσεων που αποκτούν, ως μη όφειλαν, μείζονα ιδεολογικό χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα επιφέρουν ρηγματώσεις στην κοινωνική – εκλογική επιρροή της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Αναφερόμαστε κατεξοχήν στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την Εκκλησία, το οποίο και οξύνθηκε σε ύψιστο και αδικαιολόγητο βαθμό από την απαράδεκτη στάση και τις ανοίκειες –υβριστικές κάποιες φορές– επιθέσεις ορισμένων ιεραρχών κατά του Νίκου Φίλη, τις οποίες επιθέσεις κάλυψε, δυστυχώς, ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος.

Δεν θα πρέπει, μάλιστα, να διαφύγει της προσοχής μας ότι η Εκκλησία και ο Αρχιεπίσκοπος άλλαξαν αιφνιδίως στάση την τελευταία περίοδο, «συνοδοιπορούντες» μάλλον με τη γενικότερη επίθεση των διαπλεκόμενων – συστημικών κομμάτων κατά της κυβέρνησης.

Η «θυσία» του Νίκου Φίλη είναι ασφαλώς άδικη –χωρίς να παραβλέπουμε και το δικό του μερίδιο ευθύνης σε κάποιους χειρισμούς του– και το μήνυμα που εκπέμπεται είναι σίγουρα αρνητικό. Όμως η σκληρή πραγματικότητα απαντά με τον δικό της τρόπο στα διλήμματα.

Η κυβέρνηση και τα κόμματα που τη στηρίζουν κατανοούν ότι η απόλυτη ανάγκη διασφάλισης ενός συνεκτικού κοινωνικοπολιτικού μετώπου στήριξης της κυβέρνησης δεν παρέχει περιθώρια για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, ιδιαίτερα δε όταν η άλλη πλευρά (η Εκκλησία) δεν έχει να χάσει τίποτα από τη σύγκρουση, αλλά, τουναντίον, επιδιώκει να αναδείξει τον εξουσιαστικό της ρόλο.

Η κυβέρνηση έχει ήδη ένα ανοιχτό μέτωπο με το σύστημα της διαπλοκής και τους κομματικούς του εκπροσώπους.

Η απόφαση της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Επικρατείας αφήνει ανοιχτά ζητήματα, μεταφέρει την οριστική λύση του ζητήματος στο μέλλον και παρέχει ευρύ περιθώριο χρόνου στη μιντιακή ολιγαρχία ώστε αυτή να μπορέσει να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις της. Ασφαλώς και θα υπάρξει νόμος ώστε να καλυφθεί το συνταγματικό κενό.

Όμως η εκκρεμότητα θα παραταθεί, αφού στην κρίσιμη στιγμή, στο «σημείο μηδέν», το σύστημα της μιντιακής ολιγαρχίας και της διαπλοκής κατάφερε, έστω και «πολυτραυματισμένο», να ξεφύγει.

Σόιμπλε: Συμβιβασμός ή νέα προβοκάτσια;

Η διαχείριση του πολιτικού χρόνου με τους δανειστές είναι ακόμα πιο προβληματική, καθόσον οι δύο πλευρές κινούνται σε «ασύμβατες τροχιές». Από την πλευρά μας παρουσιάζουμε ως επιχείρημα την επίτευξη –και την υπέρβαση σε κάποιες περιπτώσεις– των οικονομικών στόχων, την προώθηση των περίφημων «μεταρρυθμίσεων», την αδήριτη λογική της ανάγκης ουσιαστικής αντιμετώπισης του χρέους.

Από την πλευρά των δανειστών όμως –κι ενώ οι παράλογες απαιτήσεις τους στις διαπραγματεύσεις δεν σταμάτησαν ποτέ– ακούμε καλά και ενθαρρυντικά λόγια, εισπράττουμε κατανόηση για το ζήτημα του χρέους, αλλά ο «σκληρός πυρήνας» των αποφάσεων, το δικτατορικό καθεστώς του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αρνείται πεισματικά κάθε συζήτηση.

Πιστεύουμε ότι οι γερμανικές εκλογές αποτελούν σε μεγάλο βαθμό ένα «εύπεπτο» πρόσχημα. Στην ουσία η γερμανική ελίτ δεν θέλει να παράσχει κανένα περιθώριο πολιτικής και οικονομικής αυτονομίας στην ελληνική κυβέρνηση.

Η οικονομική ανέχεια και εξόντωση αποτελούν προϋπόθεση της πολιτικής υποτέλειας της χώρας. Κι αυτή τη βασική αρχή η γερμανική ηγεσία την τηρεί απαρέγκλιτα για όλες τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, ακόμα και για την ίδια τη Γαλλία.

Κατά συνέπεια, ενώ πολύ σωστά η κυβέρνηση θέτει ως απόλυτη προτεραιότητα το τρίπτυχο «αξιολόγηση – χρέος – πιστωτική χαλάρωση», θα πρέπει να εξετάσει πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο μιας προγραμματισμένης προβοκάτσιας, που θα εκκινεί από την καθυστέρηση της διαπραγμάτευσης (με κίνδυνο να παραταθεί αυτή ως τους πρώτους μήνες του 2017) και θα καταλήξει πιθανώς σε κάποια δευτερεύοντα, περιθωριακού χαρακτήρα μέτρα για το χρέος, ενώ η συζήτηση για τα πλεονάσματα μετά το 2018 θα παραμένει «στο ψυγείο».

Παρότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο φαίνεται ακραίο σε πολλούς καλόπιστους, η ίδια η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει εντούτοις να το αντιμετωπίσει από τώρα και να το αποδυναμώσει προκαταβολικά με σαφείς προειδοποιήσεις και καταγγελίες.

Μια σύνθετη, διαλεκτική σχέση

Όμως ο πολιτικός χρόνος που κυλά αδυσώπητα δημιουργεί ένα εξίσου επικίνδυνο μέτωπο για την κυβέρνηση, ένα μέτωπο που διαμορφώνεται μεν υπόρρητα, υπόγεια, αποτελεί όμως την πιο κρίσιμη μεταβλητή για την ίδια την επιβίωση και προοπτική της.

Αυτό είναι το περίφημο «κοινωνικό ζήτημα», το γεγονός, δηλαδή, ότι η ευρεία κοινωνική – ταξική πλειοψηφία που στήριξε στις τρεις ιστορικού χαρακτήρα εκλογικές αναμετρήσεις τον ΣΥΡΙΖΑ αποδυναμώνεται και αποσυγκροτείται καθημερινά.

Ούτε η επίτευξη των μακροοικονομικών στόχων ούτε η ξεκάθαρη σύγκρουση με το σύστημα της διαπλοκής μπορούν να αναπληρώσουν το πολιτικό και κοινωνικό «κεφάλαιο» που συρρικνώνεται από την καθημερινή οδυνηρή πραγματικότητα, που δεν παίρνει, δυστυχώς, ένα τέλος.

Αυτό το κρίσιμο πολιτικό – κοινωνικό ρήγμα επιχειρεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, θέτοντας ως κεντρικό στόχο τη «στροφή» στην καθημερινότητα, τόσο με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της επιβίωσης όσο και με τη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Πώς θα βελτιωθεί όμως η περίφημη «καθημερινότητα»; Γιατί, φυσικά, τα προβλήματα που προκύπτουν δεν είναι αυτόνομα· απορρέουν από δυσλειτουργίες και ανισότητες δομικού χαρακτήρα.

Μ’ αυτή την έννοια, μια διάσταση των προβλημάτων της καθημερινότητας αφορά στην κατάρρευση των δομών του κοινωνικού κράτους.

Η κατάρρευση αυτή, που οδήγησε έμμεσα ή άμεσα στην ιδιωτικοποίηση προϊόντων και υπηρεσιών, δεν έχει να κάνει μόνο με την ποιοτική χειροτέρευση των παρεχόμενων υπηρεσιών (π.χ., Υγεία, Παιδεία), αλλά και με την ουσιαστική μείωση –αν όχι κατάργηση– του αποκαλούμενου «κοινωνικού μισθού», δηλαδή της έμμεσης ενίσχυσης του εισοδήματος των πολιτών μέσα από την παροχή δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.

Συνεπώς αυτή η στόχευση βελτίωσης της καθημερινότητας συνδέεται ευθέως με σοβαρές και αποτελεσματικές παρεμβάσεις δομικού – θεσμικού χαρακτήρα.

Η άλλη πλευρά της καθημερινότητας αφορά ασφαλώς στη βελτίωση και απογραφειοκρατικοποίηση μηχανισμών του κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών, στην ορθολογική οργάνωση και λειτουργία τους, στη στάση και στις συμπεριφορές των δημόσιων – κρατικών λειτουργών, που οφείλουν να αποπνέουν σεβασμό προς τον πολίτη και κατανόηση των σοβαρών δυσκολιών διαβίωσής του.

Εάν μια σημαντική θεσμική – δομική μεταρρύθμιση δεν αποτυπώνεται και δεν «πρακτικοποιείται» στην καθημερινή ζωή, τότε παραμένει έωλη και τελικώς θνησιγενής.

Όπως, αντίστροφα, η βελτίωση της καθημερινότητας δεν μπορεί να εξαντληθεί σε εμπειρικές εξορθολογιστικές «λογικές». Οφείλει να ανάγεται και να θεμελιώνεται σε ευρύτερες αλλαγές των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων.

Μόνο μέσα από αυτή τη διαλεκτική διαδικασία μπορεί να πολιτικοποιηθεί και να ενεργοποιηθεί η κοινωνική πλειοψηφία. Μόνο μέσα από αυτή τη «σφαίρα» πολιτικών δραστηριοτήτων της κυβέρνησης, που αυτονομούνται από τη μνημονιακή «ατζέντα» και τις διαλυτικές επιπτώσεις της στην κοινωνία, υπάρχει η δυνατότητα να επαναδιαμορφώσουν ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα η κυβέρνηση μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία, η οποία τελικά αποτελεί και το μόνο τους στήριγμα στις δύσκολες και κρίσιμες μάχες που έρχονται…

  • Οι μουλάδες με την ουρά στα σκέλια – Οι «τζάμπα μάγκες»
    Αρθρογράφος, Συγγραφέας
  • Πρόωρες εκλογές ζητάς όταν μπορείς να τις κερδίσεις
    Επιχειρηματίας, Πρώην Βουλευτής
  • Η φύση του σκορπιού
    Εκπαιδευτικός, E.E. Α.Δ.Ε.Δ.Υ. Αντιπρόεδρος
  • Πολιτική Απορρήτου - Στοιχεία Εταιρείας
    Για έγκυρη ενημέρωση πατήστε follow και ακολουθήστε μας στο twitter
    Follow @tribunegr