


Όταν το 1922, εν μέσω της Μικρασιατικής Καταστροφής, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος (ΣΕΚΕ) –προκάτοχος του ΚΚΕ– υιοθετούσε το σύνθημα «Οίκαδε», δηλαδή την επιστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, δεν το έκανε με γνώμονα κάποια ρεαλιστική στρατηγική για ειρήνη.
Το έπραξε στο όνομα ενός αφελούς διεθνισμού, που δεν έβλεπε Έλληνες και Τούρκους, παρά «προλετάριους όλων των χωρών»· την ίδια στιγμή που ο κεμαλισμός οικοδομούσε ένα συγκροτημένο, σκληρό εθνικό κράτος, με όχημα την εθνοκάθαρση.
Ιστορική τεκμηρίωση του «Οίκαδε»
Η απόφαση για το σύνθημα «Οίκαδε» (1922), όπως καταγράφεται σε κείμενα του ΣΕΚΕ, συνιστούσε πολιτική άρνηση του εθνικού πολέμου στη Μικρά Ασία. Ενδεικτικά, το ΣΕΚΕ δήλωνε:
«Ο πόλεμος της Μικράς Ασίας είναι ιμπεριαλιστικός και κατακτητικός· πρέπει να λήξει αμέσως».
Στην πράξη, το ΣΕΚΕ εξέφραζε δημόσια τη στήριξή του στον τουρκικό εθνικισμό του Μουσταφά Κεμάλ, τον οποίο αντιλαμβανόταν ως σύμμαχο στην «αντιιμπεριαλιστική πάλη».
Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του Γιάνη Κορδάτου, μέλους του ΣΕΚΕ, που το 1922 έγραφε πως ο κεμαλισμός εκπροσωπεί «μια εθνική αστική τάξη που αντιστέκεται στην αποικιοκρατία».
Αυτή η θέση, όμως, παρέβλεπε το γεγονός ότι το κεμαλικό καθεστώς εφάρμοζε πολιτικές εθνοκάθαρσης, εκτελέσεις και βίαιους εκτουρκισμούς (βλ. Taner Akçam, A Shameful Act, 2006).
Η τότε στάση της Σοσιαλιστικής Παράταξης
Αντιθέτως, η σοσιαλιστική πτέρυγα του βενιζελισμού και του δημοκρατικού χώρου παρέμενε σταθερά προσανατολισμένη στην υπεράσπιση του ελληνισμού της Ανατολής.
Οι βουλευτές της «Κοινωνιολογικής Σχολής» (Αλέξανδρος Παπαναστασίου, Πλάτων Δρακούλης) και οι προοδευτικοί δημοκρατικοί, αποτελούσαν συνιστώσες της Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης, που αναγνώριζε πως χωρίς την εθνική ανεξαρτησία, η κοινωνική δικαιοσύνη ήταν κενό γράμμα.
Οι ίδιοι, μάλιστα, θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία της Δημοκρατίας του Μεσοπολέμου (1924–1935).
Από τον Κεμάλ στη Χαμάς: η ίδια αφήγηση
Η μεταφυσική εμμονή του ΚΚΕ με έναν υποτιθέμενο «αντιιμπεριαλισμό» επανεμφανίζεται στις μέρες μας, με αφορμή τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας.
Η απροθυμία της εγχώριας κομμουνιστικής αριστεράς να κατονομάσει τη Χαμάς ως αυτό που πραγματικά είναι –ένα φονταμενταλιστικό, θεοκρατικό, τρομοκρατικό μόρφωμα– θυμίζει έντονα την αντίστοιχη σιωπή απέναντι στα εγκλήματα του κεμαλισμού.
Στην κοινή επιστολή που κατέθεσαν τον Μάιο του 2024 τα κόμματα ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας και Νέα Αριστερά προς τον Πρωθυπουργό για την αναγνώριση του Παλαιστινιακού Κράτους, δεν περιλαμβάνεται ούτε μία αναφορά στη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου, στις μαζικές δολοφονίες Ισραηλινών αμάχων από τη Χαμάς, ούτε στις σεξουαλικές κακοποιήσεις που καταγγέλθηκαν από διεθνείς οργανισμούς (βλ. UN Women, 2024).
Η κομουνιστική αριστερά εμφανίζεται ξανά πρόθυμη να παραβλέψει εγκλήματα, όταν ο θύτης φέρει την ταμπέλα του «αντιιμπεριαλιστή».
Αυτή η αντίληψη δεν είναι ειρηνιστική· είναι ανιστόρητη και επικίνδυνη.
Η θέση των σοσιαλιστών σήμερα
Το ΠΑΣΟΚ –με διακριτή φωνή στην εσωτερική πολιτική σκηνή– διατηρεί μια στάση αρχών.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης καταδίκασε τη Χαμάς ήδη από τον Οκτώβριο του 2023, δηλώνοντας ότι:
«Δεν μπορούμε να μιλάμε για λύση δύο κρατών αν πρώτα δεν αποδοκιμάσουμε την τρομοκρατία και τον θρησκευτικό φανατισμό»
Το κόμμα ζητά σεβασμό του διεθνούς δικαίου, αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους, αλλά και ρητή αποδοκιμασία των εγκλημάτων πολέμου, απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Αυτός είναι ο ρόλος μιας υπεύθυνης, σοσιαλιστικής δύναμης· όχι το ξέπλυμα των τζιχαντιστών στο όνομα ενός δήθεν φιλειρηνισμού.
Συμπέρασμα: η συνενοχή πίσω από την ουδετερότητα
Η Ιστορία μας διδάσκει ότι η πολιτική ουδετερότητα απέναντι στο έγκλημα είναι μορφή συνενοχής.
Το «Οίκαδε» του 1922 και η σημερινή αποσιώπηση των εγκλημάτων της Χαμάς είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της υποταγής στον αφηρημένο δογματισμό, εις βάρος της εθνικής αξιοπρέπειας και της ηθικής σαφήνειας.
Η Ελλάδα χρειάζεται προοδευτικές δυνάμεις με εθνική συνείδηση, όχι ιδεολογικά φαντάσματα μιας διεθνιστικής αυταπάτης.
Χρειάζεται σοσιαλιστές με Πλάτωνα, όχι απολογητές της βαρβαρότητας με φόντο το σφυροδρέπανο.
Το «οίκαδε»
Το «οίκαδε» είναι αρχαία ελληνική λέξη που σημαίνει «προς το σπίτι», «στην οικία», «επιστροφή στην πατρίδα».
Προέρχεται από τη λέξη οἶκος (σπίτι) και την επίρρηματική κατάληξη -αδε που δηλώνει κατεύθυνση.
Στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας, το «Οίκαδε» έγινε σύνθημα το 1922, όταν το ΣΕΚΕ (μετέπειτα ΚΚΕ) ζητούσε την άμεση επιστροφή του ελληνικού στρατού από το μέτωπο της Μικράς Ασίας, θεωρώντας τον πόλεμο «ιμπεριαλιστικό» και αντιλαϊκό. Ήταν δηλαδή το «να γυρίσουμε στα σπίτια μας».
Ιδεολογικά, το σύνθημα εξέφραζε:
Αντίθεση στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Προτεραιότητα στον εσωτερικό ταξικό αγώνα έναντι των εθνικών διεκδικήσεων.
Μια παρεξηγημένη μορφή «ειρηνισμού», που τελικά αποδείχθηκε συνενοχή στη γενοκτονία του μικρασιατικού ελληνισμού.
Με λίγα λόγια: «Οίκαδε» σήμαινε επιστροφή – αλλά με τίμημα την εγκατάλειψη των Ελλήνων της Ανατολής στην καταστροφή.
Λεζάντα: Στην κεντρική φωτογραφία Χαμασίτες διαδηλώνουν με πανό τον Ερντογάν. Είναι οι ίδιοι Χαμασίτες που το ΚΚΕ ξέχασε να καταδικάσει
ΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ «ΚΟΚΚΙΝΟΥΣ»
«Δεν υπάρχει σοσιαλισμός χωρίς πατρίδα, ούτε πατρίδα χωρίς δικαιοσύνη»
— Από το άγραφο Ευαγγέλιο των πατριωτών σοσιαλιστών
Στην Ελλάδα του ύστερου 19ου και πρώιμου 20ού αιώνα, όταν η Ευρώπη κατρακυλούσε ανάμεσα στις μυλόπετρες του εθνικισμού και του ταξικού πολέμου, αναδύθηκε μια ελάχιστα φωτισμένη σχολή σκέψης – ο ελληνικός πατριωτικός σοσιαλισμός.
Δεν ήταν ένα δάνειο από τα δυτικά, ούτε μηχανιστική εφαρμογή των αρχών του Μαρξ ή του Λένιν.
Ήταν σπόρος ελληνικός, σπαρμένος σε γη ματωμένη, ποτισμένος με ιδανικά, ποτισμένος με το όραμα του ανθρώπου ως πολίτη και όχι υπηκόου.
Πλάτων Δρακούλης: Ο Ποιητής της Ηθικής Κοινωνίας
Ο Πλάτων Δρακούλης υπήρξε ο πρώτος που σμίλεψε με ελληνικά γράμματα τον όρο «σοσιαλισμός» σε ελληνικό τύπο.
Δεν ήταν οικονομολόγος, δεν ήταν ρητορικός πολιτευτής – ήταν μοναχικός προσκυνητής του δικαίου, σε μια Ελλάδα βυθισμένη στην ξενική εξάρτηση, τον πελατειακό κρατισμό και την αγραμματοσύνη.
Οραματίστηκε ένα κράτος όχι καταπιεστικό, αλλά παιδευτικό, μια κοινωνία όπου ο εργάτης θα είναι συνδημιουργός και όχι δουλοπάροικος, και μια πατρίδα όχι αντικείμενο λατρείας αλλά υποκείμενο ευθύνης.
Για εκείνον, ο σοσιαλισμός δεν ήταν ιδεολογία, ήταν ηθικό χρέος.
Ούτε μπορούσε να υπάρξει εθνική ανεξαρτησία δίχως κοινωνική ισότητα.
Σταύρος Καλλέργης: Ο Επαναστάτης Ευπατρίδης
Ο Σταύρος Καλλέργης, Κρητικός στην καταγωγή και φλογερός στον λόγο, υπήρξε ο πρώτος που τόλμησε να οργανώσει σοσιαλιστικό πολιτικό λόγο στην Ελλάδα — μέσα από το περιοδικό του, τη δράση του στη Βουλή, και την ίδρυση του πρώτου «Σοσιαλιστικού Συλλόγου» το 1891.
Ο Καλλέργης ήταν αριστοκράτης στο αίμα, λαϊκός στην ψυχή, και μετέφερε τον σοσιαλισμό από την ηθική σφαίρα του Δρακούλη στη μάχιμη πολιτική πράξη.
Ζήτησε οχτάωρο, δημόσια παιδεία, προστασία των εργατών, δικαιώματα για τις γυναίκες.
Δεν μιλούσε για επανάσταση με τα όπλα — αλλά για ανατροπή μέσω νόμου, λόγου και οργάνωσης.
Πίστευε πως ο ελληνισμός έχει ιστορικό καθήκον να φέρει το φως στην Ανατολή, και πως αυτό το φως δεν είναι ούτε ο εθνικισμός ούτε η δεσποτεία — αλλά η λαϊκή κυριαρχία και η κοινωνική δικαιοσύνη.
Αλέξανδρος Παπαναστασίου: Ο Πράττων Πολιτικός Φιλόσοφος
Ο Παπαναστασίου ήταν ο πρώτος που έδωσε στον πατριωτικό σοσιαλισμό κυβερνητική μορφή.
Οραματιστής της Δημοκρατίας, ιδρυτής της Δημοκρατικής Ένωσης, θεμελιωτής του ασφαλιστικού συστήματος και της λαϊκής κατοικίας, προσπάθησε να δώσει στον ελληνικό λαό όχι ελεημοσύνη, αλλά δομές και προοπτική.
Για τον Παπαναστασίου, ο σοσιαλισμός ήταν εργαλείο εκδημοκρατισμού και όχι δόγμα.
Ήταν πατριωτισμός με περιεχόμενο: παιδεία για όλους, υγεία ως δικαίωμα, περιφέρεια ως δύναμη και όχι περιθώριο.
Απηύθυνε ένα διαρκές κάλεσμα στους νέους: να μορφωθούν όχι για να γίνουν υπηρέτες του κράτους, αλλά δημιουργοί του μέλλοντος.
Πατρίδα και Σοσιαλισμός: Ένωση αντιθέτων ή φυσική συνάφεια;
Αν για κάποιους η λέξη «πατριώτης» προκαλεί εθνικιστικούς κραδασμούς και η λέξη «σοσιαλιστής» θυμίζει κομματικό κομφούζιο, για αυτούς τους τρεις άνδρες ήταν δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: η πατρίδα είναι ο χώρος της ευθύνης, ο σοσιαλισμός είναι το μέσο της δικαιοσύνης.
Σήμερα, σε μια Ελλάδα όπου η πολιτική συχνά εκφυλίζεται σε lifestyle και ο πατριωτισμός καταντά κραυγή χωρίς περιεχόμενο, η σκέψη αυτών των ανθρώπων είναι επίκαιρη όσο ποτέ.
Γιατί ένωσαν ό,τι ο κόσμος θεωρεί ασυμβίβαστο: την αγάπη για την πατρίδα με τον αγώνα για τον άνθρωπο.
Επιστροφή στην Πολιτική Αρετή
Ο Δρακούλης, ο Καλλέργης και ο Παπαναστασίου δεν ηττήθηκαν.
Μπορεί να μην κυβερνούσαν συνεχώς, να μην κατέκτησαν τις πλειοψηφίες – αλλά άλλαξαν το φαντασιακό της Ελλάδας.
Καθιέρωσαν την ιδέα πως ο Έλληνας μπορεί να είναι ελεύθερος, δίκαιος και αδερφικός, ταυτόχρονα.
Αυτοί οι άνδρες είναι οι πρόγονοι ενός πατριωτισμού με ψυχή, και ενός σοσιαλισμού με ρίζες. Δεν ζήτησαν χειροκρότημα, ζήτησαν συνείδηση.
Ίσως είναι καιρός να τους διαβάσουμε ξανά. Όχι ως σελίδες ιστορίας, αλλά ως σπόρους μέλλοντος.
Η αντίθεση των πατριωτών σοσιαλιστών (Πλάτωνας Δρακούλης, Σταύρος Καλλέργης, Αλέξανδρος Παπαναστασίου) με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΚΕ) δεν ήταν προσωπική ή συγκυριακή· ήταν ιδεολογική, πολιτική και στρατηγική. Ας την δούμε με ακρίβεια, βάθος και καθαρότητα.
Ιδεολογική Αντίθεση: Η Πηγή της Πολιτικής Σύγκρουσης
➤ Ο Πατριωτικός Σοσιαλισμός:
Στηρίζεται στην ηθική φιλοσοφία (Πλάτων, Διαφωτισμός).
Επιζητά τη συμφιλίωση τάξεων μέσω κοινωνικής δικαιοσύνης, και όχι τη σύγκρουση ως αναγκαιότητα.
Δίνει προτεραιότητα στην εθνική ανεξαρτησία και στον πολιτικό πλουραλισμό.
Προσεγγίζει τον σοσιαλισμό με μεταρρυθμιστικό, όχι επαναστατικό τρόπο.
➤ Το ΚΚΕ:
Εδράζεται στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία της ταξικής πάλης.
Θεωρεί την αστική τάξη αντικειμενικά εχθρική και την επανάσταση αναγκαίο στάδιο.
Αντιμετωπίζει τον πατριωτισμό με καχυποψία, ως μορφή ταξικής πλάνης, εκτός αν υποτάσσεται στο «ταξικό καθήκον».
Δεν αναγνωρίζει τον πλουραλισμό: επιδιώκει δικτατορία του προλεταριάτου.
⟶ Άρα: Για τον Δρακούλη, τον Καλλέργη και τον Παπαναστασίου, η σοσιαλιστική δημοκρατία είναι ο στόχος. Για το ΚΚΕ, η επαναστατική ανατροπή και μονοκομματική ηγεμονία.
Πολιτική Αντίθεση: Πώς πολιτεύτηκαν διαφορετικά
Οι Πατριώτες Σοσιαλιστές:
Συμμετείχαν στα κοινοβουλευτικά συστήματα.
Προώθησαν θεσμικές μεταρρυθμίσεις: κοινωνική ασφάλιση, παιδεία, αγροτική μεταρρύθμιση.
Στήριξαν την Ελληνική Δημοκρατία (από το 1924 ως το 1935) και τους αστικούς θεσμούς ως πεδία αλλαγής.
Συνδιαλέχθηκαν με αστούς μεταρρυθμιστές (π.χ. Βενιζέλος) με στόχο συγκλίσεις υπέρ του λαού.
Το ΚΚΕ:
Για πολλές δεκαετίες (ειδικά 1924–1949), αρνήθηκε τη συμμετοχή στην αστική δημοκρατία ως ψευδαίσθηση.
Αμφισβήτησε την εθνική ενότητα όταν αυτή δεν ταυτιζόταν με την «ταξική ενότητα».
Υιοθέτησε πολιτικές υπονόμευσης της Δημοκρατίας, ακόμα και σχέδια αυτονομίας της Μακεδονίας και Θράκης (βλ. 3ο Συνέδριο ΚΚΕ, 1924).
⟶ Άρα: Για τους πατριώτες σοσιαλιστές, η πολιτική είναι πεδίο ευθύνης, εθνικής συνοχής και ηθικής μεταρρύθμισης. Για το ΚΚΕ, είναι όργανο επαναστατικής αλλαγής με κάθε μέσο.
Η Εθνική Διάσταση: Η κρίσιμη διαφορά
Οι πατριώτες σοσιαλιστές πίστευαν ότι η εθνική ανεξαρτησία είναι προϋπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν μπορούσε να υπάρξει λαϊκή κυριαρχία με ξένες επεμβάσεις, με προτεκτορατισμό, με μειοδοσία.
Το ΚΚΕ, ιδίως στις κρίσιμες δεκαετίες 1920–1950:
Ενέπλεξε τον σοσιαλισμό με διεθνιστική υποταγή στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Δέχθηκε οδηγίες από τη Μόσχα και όχι από την ελληνική κοινωνία.
Στην Κατοχή και τον Εμφύλιο, ταύτισε τον πατριωτισμό με την επαναστατική πάλη, αλλά αντιμετώπισε τους άλλους Έλληνες ως ταξικούς εχθρούς.
⟶ Για τον Παπαναστασίου, ο σοσιαλιστής πρέπει πρώτα να είναι Έλληνας. Για το ΚΚΕ, ο καλός διεθνιστής μπορεί να θεωρεί την εθνική ταυτότητα «αστική πλάνη».
Παράδειγμα σύγκρουσης: Παπαναστασίου εναντίον ΚΚΕ
Το 1931, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου προειδοποιεί:
«Το Κομμουνιστικόν Κόμμα δεν δύναται να υπηρετήση τα ελληνικά συμφέροντα, διότι δεν έχει ως έδρα του την ελληνικήν ψυχήν, αλλά το ρωσικόν δόγμα».
Ενώ το ΚΚΕ χαρακτήριζε τον Παπαναστασίου «οργανικό διαχειριστή της αστικής τάξης», εκείνος το έβλεπε ως «πράκτορα ξένων συμφερόντων» που αποξενώνει την αριστερά από τον ελληνικό λαό.
Συμπερασματικά: Οι πατριώτες σοσιαλιστές δεν ήταν ούτε δεξιοί ούτε ρεφορμιστές· ήταν επαναστάτες της ελληνικής συνείδησης. Πίστευαν πως η κοινωνική αλλαγή πρέπει να έρθει με ελληνικούς όρους, για τον ελληνικό λαό, και όχι κατ’ εντολή κάποιου παγκόσμιου κομματικού κέντρου.
Το ΚΚΕ υπήρξε ιστορικά αντίπαλος, όχι συνοδοιπόρος αυτής της παράδοσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι σήμερα:
Δεν αναγνωρίζει την Δημοκρατία του 1924 ως επιτυχία.
Δεν αναφέρεται τιμητικά στους πρωτοπόρους πατριώτες σοσιαλιστές.
Εμμένει σε μια ταξική ανάγνωση χωρίς εθνικό πρόσημο.