


Σε μια αιφνιδιαστική εξέλιξη που σηματοδοτεί μια δραστική αλλαγή στην αμερικανική πολιτική για τη Συρία, οι Ηνωμένες Πολιτείες φέρεται να έχουν δώσει το πράσινο φως για την ενσωμάτωση τζιχαντιστών μαχητών στις τάξεις του συριακού στρατού.
Αυτή η κίνηση έρχεται στον απόηχο της ανατροπής του Μπασάρ αλ Άσαντ από τη νέα ισλαμιστική κυβέρνηση της Συρίας, η οποία υποστηρίχθηκε από την Τουρκία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι εν λόγω ισλαμιστές μαχητές, οι οποίοι έχουν δηλώσει πίστη στη νέα διοίκηση, αναμένεται να συγκροτήσουν την 84η Μεραρχία.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σε αυτή τη νέα μονάδα θα ενταχθούν και Ουιγούροι-Τούρκοι μουτζαχεντίν (μαχητές) από την Κίνα, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την προέλευση και το μέλλον αυτών των ομάδων.
Την ύπαρξη συμφωνίας επιβεβαίωσε ο Τόμας Μπάρακ (Thomas Barrack), ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Τουρκία και ειδικός απεσταλμένος του προέδρου Τραμπ για τη Συρία.
Ο Μπάρακ δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «υπάρχει μια συμφωνία, με διαφάνεια», υπογραμμίζοντας την προτίμηση της Ουάσιγκτον για την ενσωμάτωση αυτών των τζιχαντιστών σε ένα κρατικό σχέδιο, αντί του αποκλεισμού τους.
Πολλοί από αυτούς τους τζιχαντιστές θεωρούνται «πολύ πιστοί» στη νέα συριακή ηγεσία.
Το ζήτημα της τύχης των αλλοδαπών τζιχαντιστών που εντάχθηκαν στις αντικυβερνητικές δυνάμεις, ιδιαίτερα στην οργάνωση Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ (Hayat Tahrir al-Sham – HTS), υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα «αγκάθια» στις συνομιλίες προσέγγισης της Δαμασκού με τη Δύση μετά την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ τον περασμένο Δεκέμβριο.
Η HTS, υπενθυμίζεται, αποτελούσε κάποτε παρακλάδι της Αλ Κάιντα.
Μέχρι και τις αρχές Μαΐου, οι ΗΠΑ απαιτούσαν ρητά από τη νέα συριακή κυβέρνηση τον αποκλεισμό ξένων μαχητών από τις δυνάμεις ασφαλείας.
Ωστόσο, η στάση της Ουάσιγκτον άλλαξε άρδην μετά την περιοδεία του προέδρου Τραμπ στη Μέση Ανατολή τον προηγούμενο μήνα.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας, ο Αμερικανός πρόεδρος φέρεται να συμφώνησε στην άρση των κυρώσεων κατά της Συρίας, συναντήθηκε με τον τζιχαντιστή επικηρυγμένο τρομοκράτη και μεταβατικό πρόεδρο Άχμεντ αλ Σαράα (Ahmed al-Sharaa) στο Ριάντ και διόρισε τον στενό του φίλο, Τόμας Μπάρακ, ως ειδικό απεσταλμένο για τη Συρία.
Μικρότερος κίνδυνος από την ενσωμάτωση;
Πηγές προσκείμενες στο τζιχαντιστικό Υπουργείο Άμυνας της Συρίας, μιλώντας στο πρακτορείο Reuters, ανέφεραν ότι ο Σαράα και οι συνεργάτες του επιχειρηματολόγησαν στους Δυτικούς ομολόγους τους πως η ενσωμάτωση των αλλοδαπών τζιχαντιστών στον στρατό θα συνιστούσε μικρότερο κίνδυνο ασφαλείας.
Η εναλλακτική της εγκατάλειψής τους θα μπορούσε να τους οδηγήσει ξανά στην αγκαλιά τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η Αλ Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος.
Μέχρι στιγμής, ούτε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ ούτε κάποιος εκπρόσωπος της συριακής κυβέρνησης έχουν απαντήσει σε αιτήματα για σχολιασμό επί του θέματος.
Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να προκαλέσει έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις στη διεθνή σκηνή.
Το τίμημα μιας αμφιλεγόμενης τακτικής
Η πρόσφατη ανακοίνωση περί ενσωμάτωσης πρώην τζιχαντιστών μαχητών στον συριακό στρατό, με την έγκριση των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν είναι ένα πρωτοφανές γεγονός στην εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον.
Η ιστορία είναι γεμάτη από περιπτώσεις όπου οι ΗΠΑ, στην προσπάθειά τους να προωθήσουν γεωπολιτικά συμφέροντα ή να αντιμετωπίσουν άμεσες απειλές, συνεργάστηκαν ή υποστήριξαν ομάδες που αργότερα μετατράπηκαν σε εχθρούς, με σοβαρές και συχνά τραγικές συνέπειες.
Το «πλήρωσαν» δε, όχι μόνο με απώλεια επιρροής, αλλά και με ανθρώπινες ζωές και δισεκατομμύρια δολάρια.
Αφγανιστάν: Η άνοδος των Ταλιμπάν και η «θηλιά» της 11ης Σεπτεμβρίου
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό και οδυνηρό παράδειγμα αυτής της τακτικής είναι η περίπτωση του Αφγανιστάν στη δεκαετία του 1980.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και της σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν (1979-1989), οι Ηνωμένες Πολιτείες, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Cyclone» της CIA, παρείχαν εκτεταμένη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στους Μουτζαχεντίν – ισλαμιστές αντάρτες που μάχονταν τους Σοβιετικούς.
Στόχος ήταν η εξουδετέρωση της σοβιετικής απειλής και η εξάντληση της ΕΣΣΔ.
Ωστόσο, η υποστήριξη αυτή είχε απρόβλεπτες συνέπειες.
Μετά την αποχώρηση των Σοβιετικών, η περιοχή βυθίστηκε στο χάος και από τις τάξεις των Μουτζαχεντίν αναδύθηκαν οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Οι Ταλιμπάν, αφού κατέλαβαν την εξουσία, παρείχαν καταφύγιο και εκπαίδευση στην Αλ Κάιντα, η οποία οργάνωσε τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ.
Η τραγωδία αυτή ανάγκασε τις ΗΠΑ σε έναν μακροχρόνιο και δαπανηρό πόλεμο στο Αφγανιστάν, ο οποίος διήρκεσε δύο δεκαετίες και κόστισε χιλιάδες ζωές και τρισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς ποτέ να επιτευχθεί μια σταθερή και δημοκρατική διακυβέρνηση.
Η αποχώρηση του 2021 και η ταχύτατη επάνοδος των Ταλιμπάν στην εξουσία αποτέλεσε μια πικρή υπενθύμιση του μακροπρόθεσμου κόστους αυτής της τακτικής.
Λιβύη: Το κενό εξουσίας και η άνοδος του ISIS
Ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η Λιβύη μετά την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι το 2011.
Ενώ η επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ είχε ως στόχο την προστασία των αμάχων και την αποτροπή ενός εμφυλίου πολέμου, η υποστήριξη σε διάφορες ομάδες ανταρτών, χωρίς ξεκάθαρο σχέδιο για την μετά-Καντάφι εποχή, οδήγησε σε ένα τεράστιο κενό εξουσίας.
Το αποτέλεσμα ήταν η διάλυση του κράτους, ο εμφύλιος πόλεμος και η εμφάνιση και εδραίωση ισλαμιστικών τρομοκρατικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), οι οποίες εκμεταλλεύτηκαν το χάος για να εδραιώσουν προπύργια.
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αναγκάστηκαν εκ νέου να εμπλακούν στρατιωτικά για να αντιμετωπίσουν τις ίδιες τις δυνάμεις που, έστω και έμμεσα, συνέβαλαν στην ανάδυση τους.
Ιράκ: Η αποδόμηση του κράτους και οι «σπόροι» της εξτρεμιστικής βίας
Στο Ιράκ, μετά την εισβολή του 2003 και την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε αποδόμηση του κρατικού μηχανισμού, συμπεριλαμβανομένου του στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας.
Αυτή η απόφαση, σε συνδυασμό με την αδυναμία δημιουργίας ενός ισχυρού και χωρίς αποκλεισμούς κράτους, οδήγησε στην εμφάνιση και ενδυνάμωση διαφόρων ένοπλων ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των προδρόμων του ISIS, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν το κενό ασφαλείας και τις θρησκευτικές εντάσεις.
Το Ιράκ βίωσε χρόνια αιματηρών συγκρούσεων και τρομοκρατικών επιθέσεων, με τις ΗΠΑ να αναγκάζονται να διατηρούν σημαντική στρατιωτική παρουσία και να αντιμετωπίζουν νέες απειλές.
Οι κίνδυνοι της «Realpolitik» – Ένα δίδαγμα για το μέλλον;
Η απόφαση να ενταχθούν πρώην τζιχαντιστές στον συριακό στρατό, με το επιχείρημα ότι είναι προτιμότερο να ενσωματωθούν παρά να αφεθούν εκτός κρατικού ελέγχου, εγείρει σοβαρά ερωτήματα.
Ενώ η λογική της «μείωσης του κινδύνου» ακούγεται πειστική εκ πρώτης όψεως, η ιστορία έχει δείξει ότι τέτοιες τακτικές εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους.
Οι ΗΠΑ έχουν επανειλημμένα πληρώσει ένα βαρύ τίμημα όταν η realpolitik τις οδήγησε να υποστηρίξουν ή να ενσωματώσουν δυνάμεις που, με τον καιρό, αποδείχθηκαν ασύμβατες με τις δημοκρατικές αρχές και τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Η εμπειρία δείχνει ότι η υποστήριξη σε ομάδες με ριζοσπαστική ιδεολογία, ακόμη και αν αυτή τη στιγμή εξυπηρετεί έναν βραχυπρόθεσμο στόχο, μπορεί να δημιουργήσει νέα και πιο σύνθετα προβλήματα στο μέλλον, υπονομεύοντας την εθνική ασφάλεια και την περιφερειακή σταθερότητα.
Η ιστορία είναι ένας αυστηρός δάσκαλος, και η επανάληψη παλαιών λαθών μπορεί να αποβεί εξαιρετικά δαπανηρή.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα και οι ΗΠΑ: Ένα σχέδιο που πήγε στραβά σε Αίγυπτο και Λιβύη
Η προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο και τη Λιβύη κατά τη διάρκεια και μετά την Αραβική Άνοιξη αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η «Realpolitik» και η προσπάθεια προώθησης της δημοκρατίας (ή μιας εκδοχής της) μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες και συχνά αντίθετες συνέπειες.
Η Ουάσιγκτον, σε μια προσπάθεια να δείξει στήριξη στις λαϊκές εξεγέρσεις και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, βρέθηκε να συνεργάζεται με μια οργάνωση που, ενώ είχε ισχυρή λαϊκή βάση, έφερε και φέρει μια ιδεολογία που δύσκολα συμβιβάζεται με τις δυτικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ανεκτικότητας.
Αίγυπτος: Η βραχύβια «δημοκρατική» πειραματική
Στην Αίγυπτο, μετά την ανατροπή του Χόσνι Μουμπάρακ το 2011, οι ΗΠΑ φάνηκαν να υιοθετούν μια πολιτική «ανοίγματος» προς τις δυνάμεις που αναδύονταν από την επανάσταση, συμπεριλαμβανομένης της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Η υποστήριξη αυτή, αν και όχι πάντα ρητή ή άνευ όρων, φάνηκε κυρίως μέσω της μη παρέμβασης όταν η Αδελφότητα, μέσω του πολιτικού της βραχίονα (του Κόμματος Ελευθερίας και Δικαιοσύνης), κέρδισε τις βουλευτικές και στη συνέχεια τις προεδρικές εκλογές του 2012, με την εκλογή του Μοχάμεντ Μόρσι (Mohamed Morsi).
Η αμερικανική λογική ήταν ότι η αναγνώριση ενός δημοκρατικά εκλεγμένου ηγέτη, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής του προέλευσης, ήταν σύμφωνη με τις αρχές της δημοκρατίας. Ωστόσο, οι συνέπειες υπήρξαν καταστροφικές:
Πόλωση και Αποσταθεροποίηση: Η διακυβέρνηση του Μόρσι χαρακτηρίστηκε από αυξανόμενη πόλωση, προσπάθειες συγκέντρωσης εξουσίας και αποκλεισμού της αντιπολίτευσης. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα δεν κατάφερε να μεταβεί από ένα αντιπολιτευτικό κίνημα σε ένα πλουραλιστικό κυβερνητικό σχήμα.
Αντίδραση του στρατού: Η αδυναμία της κυβέρνησης Μόρσι να ελέγξει την κατάσταση και η αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια οδήγησαν στην παρέμβαση του στρατού τον Ιούλιο του 2013, με την ανατροπή του Μόρσι και την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι (Abdel Fattah el-Sisi). Η Μουσουλμανική Αδελφότητα κηρύχθηκε τρομοκρατική οργάνωση και τα μέλη της διώχθηκαν μαζικά.
Πλήγμα στην αμερικανική αξιοπιστία: Για πολλούς στην περιοχή, η αρχική υποστήριξη των ΗΠΑ προς τον Μόρσι και στη συνέχεια η σιωπηρή αποδοχή της ανατροπής του, ερμηνεύτηκε ως έλλειψη συνέπειας και αξιοπιστίας στην προώθηση της δημοκρατίας.
Η Ουάσιγκτον βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών: να στηρίξει έναν εκλεγμένο ισλαμιστή ηγέτη ή έναν αυταρχικό στρατιωτικό.
Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει έδαφος και στις δύο πλευρές, δυσκολεύοντας τις σχέσεις με τη νέα αιγυπτιακή ηγεσία και απογοητεύοντας τους υπέρμαχους της δημοκρατίας.
Λιβύη: Το χάος και η αναζήτηση συμμάχων
Στη Λιβύη, μετά την ανατροπή του Καντάφι το 2011, η κατάσταση εξελίχθηκε σε ένα πολύπλοκο εμφύλιο πόλεμο με διάφορες ένοπλες φατρίες να διεκδικούν την εξουσία.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, μέσω πολιτικών σχημάτων που συνδέονταν μαζί της (όπως το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης), επιχείρησε να αποκτήσει επιρροή στο πολιτικό σκηνικό.
Οι ΗΠΑ, στην προσπάθειά τους να υποστηρίξουν μια μεταβατική κυβέρνηση και να σταθεροποιήσουν τη χώρα, βρέθηκαν να έχουν επαφές και, σε κάποιο βαθμό, να αναγνωρίζουν τη νομιμότητα σχημάτων που είχαν ισλαμιστικό πρόσημο ή υποστήριξη από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Ωστόσο, το αποτέλεσμα ήταν και πάλι η αποσταθεροποίηση:
Κατακερματισμός και αναρχία: Η Λιβύη βυθίστηκε σε ένα βαθύ χάος, με πολλαπλά κέντρα εξουσίας και την άνοδο ένοπλων πολιτοφυλακών, συμπεριλαμβανομένων και σκληροπυρηνικών ισλαμιστικών ομάδων.
Η αδυναμία δημιουργίας ενός ενιαίου, βιώσιμου κράτους δημιούργησε ένα εύφορο έδαφος για την εξάπλωση της βίας και της τρομοκρατίας.
Ασφάλεια και ανθρώπινα δικαιώματα: Η απουσία κεντρικού ελέγχου και η επικράτηση των ενόπλων ομάδων οδήγησε σε σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε πλήρη αστάθεια.
Οι ΗΠΑ, παρόλο που προσπάθησαν να παίξουν ρόλο διαμεσολαβητή, βρέθηκαν μπροστά σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε τις δυνατότητές τους.
Διπλωματική περιπλοκή: Η υποστήριξη ή έστω η επαφή με ομάδες που συνδέονταν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, σε ένα περιβάλλον όπου άλλες περιφερειακές δυνάμεις (όπως η Αίγυπτος, τα ΗΑΕ, η Σαουδική Αραβία) θεωρούσαν την Αδελφότητα ως απειλή, περιέπλεξε περαιτέρω τις διπλωματικές σχέσεις και ενέτεινε τις περιφερειακές αντιπαλότητες.
Το δίδαγμα του «ορθού λόγου»
Η περίπτωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο και τη Λιβύη υπογραμμίζει ένα κρίσιμο δίδαγμα για την εξωτερική πολιτική, το οποίο συνδέεται άμεσα με την έννοια του «ορθού λόγου».
Η επιλογή να υποστηριχθούν ή να συνεργαστούν με ομάδες που ενστερνίζονται μια ιδεολογία ασύμβατη με τις βασικές αρχές της ανοικτής κοινωνίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ακόμη και αν αυτή η υποστήριξη γίνεται στο όνομα της «δημοκρατίας» ή της «σταθερότητας», μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα.
Η ιστορία δείχνει ότι η απλή διενέργεια εκλογών δεν συνεπάγεται απαραίτητα την εγκαθίδρυση μιας λειτουργικής δημοκρατίας ή την προστασία των ατομικών ελευθεριών.
Η αμερικανική πολιτική, στην προσπάθειά της να αποφύγει την κατηγορία της υποστήριξης σε αυταρχικά καθεστώτα, επέλεξε σε αυτές τις περιπτώσεις να συνεργαστεί με ισλαμιστικά κινήματα, υποτιμώντας ίσως την ιδεολογική τους βάση και την ικανότητά τους να διαχειριστούν την εξουσία με πλουραλιστικό τρόπο.
Το τίμημα ήταν η περαιτέρω αποσταθεροποίηση, η ενίσχυση εξτρεμιστικών στοιχείων (έστω και διαφορετικών από αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκαν), και ένα πλήγμα στην αξιοπιστία των ΗΠΑ ως υπέρμαχου των δημοκρατικών αξιών.
Αυτά τα παραδείγματα αναδεικνύουν την πολυπλοκότητα των γεωπολιτικών ισορροπιών και την ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικοπολιτικών δυναμικών μιας περιοχής πριν από οποιαδήποτε παρέμβαση.