Ισλαμικό ΚράτοςΙσραήλΤουρκίαΚουρδιστάνΤεχνητή ΝοημοσύνηΚορωνοϊός - ΚορονοϊόςΕνέργειαΤζιχαντιστές
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:
info@tribune.gr
Αίθουσα Σύνταξης
Τμήμα ειδήσεων tribune.gr

Πώς οι Ελευθεροτέκτονες απελευθέρωσαν την Κούβα

Πώς οι Ελευθεροτέκτονες απελευθέρωσαν την Κούβα
ΔΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΙ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ TRIBUNE ΣΤΟ GOOGLE NEWS

Ο Ελευθεροτεκτονισμός στην Κούβα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας της, διακρινόμενος σε τρεις βασικές φάσεις: την περίοδο της ισπανικής αποικιοκρατίας, την εποχή της Δημοκρατίας και την κομμουνιστική-δημοκρατική περίοδο.

Πολλοί από τους ήρωες της κουβανικής ανεξαρτησίας και επαναστάτες, όπως ο Κάρλος Μανουέλ ντε Σέσπεδες, ο Φρανσίσκο Χαβιέρ ντε Σέσπεδες, ο Χοσέ Μαρτί και ο Ιγκνάσιο Αγραμόντε, ήταν μέλη της Ελευθεροτεκτονικής αδελφότητας.

Η παρουσία του Ελευθεροτεκτονισμού στο νησί ξεκινά το 1762, με τη δημιουργία και ανάπτυξη πολλών στοών μέσα στους αιώνες, ενώ η Μεγάλη Στοά της Κούβας ιδρύθηκε επίσημα την 1η Αυγούστου 1876.

Παρά την απομόνωσή της από τη Διάσκεψη της Βόρειας Αμερικής το 1962, μετά την Κουβανική Επανάσταση, η Μεγάλη Στοά της Κούβας εξακολουθεί να αναγνωρίζεται ως «Κανονική και Ορθή» από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελευθεροτεκτονικών οργανώσεων παγκοσμίως.

Σύμφωνα με στοιχεία του 2010, η Κούβα αριθμεί 316 Ελευθεροτεκτονικές Στοές.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Μεγάλης Στοάς της Κούβας είναι η ισότιμη συμμετοχή γυναικών στην αδελφότητα, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου οι γυναίκες περιορίζονται σε οργανώσεις όπως το Τάγμα του Ανατολικού Αστέρα.

Ο Κουβανός ιστορικός και ακτιβιστής Εμίλιο Ρόιγκ ντε Λόιχσενρινγκ αποτύπωσε την ουσία του Ελευθεροτεκτονισμού στην Κούβα με τα εξής λόγια:

«Για να εκφράσουμε πλήρως τι αντιπροσωπεύει ο Ελευθεροτεκτονισμός για εμάς με λίγα λόγια, αρκεί να πούμε ότι, χωρίς να τον αναφέρουμε μία, δύο ή ίσως χίλιες φορές, δεν μπορεί κανείς να γράψει την ιστορία του κουβανικού πολιτισμού ή του αγώνα της Κούβας για την ελευθερία».

Η Μασονική Προέλευση της Κουβανικής Σημαίας

Η σημαία της Κούβας σχεδιάστηκε το 1849 από εξόριστους Κουβανούς Ελευθεροτέκτονες στη Νέα Υόρκη, υπό την ηγεσία του στρατηγού Ναρκίσο Λόπεθ.

Πρώην Ισπανός στρατιωτικός και Μασόνος, ο Λόπεθ οραματίστηκε την ανεξαρτησία της Κούβας και συνεργάστηκε με τους αδελφούς του Ελευθεροτέκτονες Μιγκέλ Τέουρμπε Τολόν και Σιρίλο Βιγιαβέρδε για να δημιουργήσουν μια σημαία που να αντικατοπτρίζει τόσο τις εθνικές φιλοδοξίες όσο και τον ελευθεροτεκτονικό συμβολισμό.

Ο σχεδιασμός της σημαίας ενσωματώνει βασικά ελευθεροτεκτονικά στοιχεία: το ισόπλευρο τρίγωνο, που συμβολίζει την ισότητα και την μασονική τριάδα της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και της ευσέβειας προς τον Θεό, καθώς και το πεντάκτινο αστέρι, σύμβολο της συντροφικότητας και της καθοδήγησης στη Μασονία.

Αυτή η τριάδα παραπέμπει επίσης στο Μάτι της Πρόνοιας.

Οι τρεις γαλάζιες λωρίδες αντιπροσωπεύουν τις αποικιακές στρατιωτικές διαιρέσεις της Κούβας, χωρισμένες από λευκές λωρίδες που συμβολίζουν την αγνότητα και τη δικαιοσύνη.

Το κόκκινο χρώμα εκφράζει το αίμα που χύθηκε για την ελευθερία.

Οι τρεις γαλάζιες λωρίδες παραπέμπουν επίσης στους τρεις πρώτους βαθμούς της Μπλε Στοάς, ή Συμβολικής Μασονίας, που αποτελεί την πιο διαδεδομένη πρακτική της Μασονίας στην Κούβα.

Η σημαία της Κούβας σχεδιάστηκε από τους Κουβανούς Μασόνους Ναρκίσο Λόπεθ, Μιγκέλ Τέουρμπε Τολόν και Σιρίλο Βιγιαβέρδε, ενώ βρίσκονταν εξόριστοι στη Νέα Υόρκη.

Η πρώτη σημαία ράφτηκε από την Εμίλια Καζανόβα ντε Βιγιαβέρδε, που συχνά αποκαλείται «Μπέτσυ Ρος της Κούβας», υπό την καθοδήγηση και τις οδηγίες της Μάρτα Αμπρέου, της «Προστάτιδας της Κούβας».

Η σημαία κυμάτισε για πρώτη φορά δημοσίως στη Νέα Υόρκη στις 11 Μαΐου 1850 και αργότερα μεταφέρθηκε από τον Λόπεθ κατά τη διάρκεια αποτυχημένων αποστολών απελευθέρωσης στην Κούβα.

Οι Ελευθεροτέκτονες πατριώτες συνέχισαν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στην ανεξαρτησία της Κούβας.

Ο Κάρλος Μανουέλ ντε Σέσπεδες, Ελευθεροτέκτονας και ηγέτης της εξέγερσης του 1868, επανέφερε τη σημαία του Λόπεθ ως επαναστατικό σύμβολο.

Η σημαία καθιερώθηκε τελικά ως εθνικό έμβλημα κατά την ίδρυση της Δημοκρατίας της Κούβας το 1902, υψωμένη στο Κάστρο Μόρο της Αβάνας από έναν ακόμη ελευθεροτέκτονα, τον Ναρκίσο Βαλντές.

Οι ελευθεροτεκτονικές ρίζες του Εθνόσημου της Κούβας

Ο Μιγκέλ Τεύρμπε Τολόν, που συμμετείχε στη σχεδίαση της κουβανικής σημαίας, ήταν επίσης ο εμπνευστής και δημιουργός του Εθνικού Εθνοσήμου της Κούβας.

Το έμβλημα αυτό αντικατοπτρίζει την οπτική και ιδεολογική επιρροή της Μεγάλης Στοάς του Κολόν και ενσωματώνει μασονικό συμβολισμό.

Η ίδια η δομή της ασπίδας, με το μυτερό, οβάλ σχήμα της και τη διαίρεσή της σε τρία τμήματα, παραπέμπει σε μασονικά εραλδικά πρότυπα.

Στο πάνω μέρος της ασπίδας, ο ανατέλλων ήλιος αποτελεί ένα ισχυρό μασονικό σύμβολο, που αντιπροσωπεύει το φως, τη σοφία και τις νέες αρχές.

Στις μασονικές στοές, ο ήλιος που ανατέλλει στην Ανατολή (ή Οριέντ) συμβολίζει τη φώτιση και την πνευματική αφύπνιση.

Ακριβώς κάτω από τον ήλιο βρίσκεται ένα χρυσό κλειδί, που προσδιορίζει την Κούβα ως το «κλειδί του Κόλπου του Μεξικού».

Οι χερσαίες μάζες απεικονίζονται από τα αριστερά προς τα δεξιά: το Ακρωτήριο Σέιμπλ της Φλόριντα και το Ακρωτήριο Κατότσε του Μεξικού.

Στη μασονική συμβολογία, το κλειδί [η κλείδα] συχνά αντιπροσωπεύει τη μύηση, το ξεκλείδωμα της εσωτερικής γνώσης ή την πρόσβαση σε ιερά μυστικά.

Στην κορυφή της ασπίδας δεσπόζει ένας φρυγικός σκούφος, κλασικό σύμβολο ελευθερίας και δημοκρατίας, που υιοθετήθηκε ευρέως από διαφωτιστές στοχαστές και επαναστατικά κινήματα.

Ωστόσο, ο σκούφος αυτός παραπέμπει ειδικά στην άμεση επιρροή των Γάλλων και Αϊτινών Δημοκρατικών Μασόνων, οι οποίοι ίδρυσαν την πρώτη μη στρατιωτική στοά στην Κούβα: «Le Temple des Vertus Théologales».

Στις γαλλικές μασονικές στοές, ο φρυγικός σκούφος συμβόλιζε την ελευθερία και την απόρριψη του παλαιού καθεστώτος.

Η τοποθέτηση του σκούφου πάνω σε μια ράβδο δεσμών (fasces), ρωμαϊκό σύμβολο ενότητας και εξουσίας μέσω της συλλογικής δύναμης, ενισχύει αξίες που υποστηρίζονται από τους Ελευθεροτέκτονες, όπως η τάξη, η δημοκρατική διακυβέρνηση και η αδελφοσύνη.

Πλαισιώνοντας την ασπίδα βρίσκονται δύο κλαδιά: δάφνη στα αριστερά, που συμβολίζει τη δόξα και τον θρίαμβο, και βελανιδιά στα δεξιά, που αντιπροσωπεύει τη δύναμη, την αντοχή και την αρετή. Αυτά τα φυσικά σύμβολα φέρουν επίσης μακροχρόνιες ελευθεροτεκτονικές σημασίες, συχνά χρησιμοποιούμενα για να εκφράσουν την ηθική αριστεία και την πνευματική επιμονή.

Οι μασονικές ρίζες του εθνικού ύμνου της Κούβας

Ο Πέδρο «Περούτσο» Φιγκερέδο, μασόνος και ρήτορας της Στοάς Ρεδεμσιόν, συνέθεσε τον εθνικό ύμνο της Κούβας. Έγραψε τους στίχους του ενώ βρισκόταν έφιππος, λίγο πριν από μάχη, συνδυάζοντας τη μουσική και τον πατριωτισμό με τις ελευθεροτεκτονικές αξίες.

Ο εθνικός ύμνος της Κούβας, αρχικά ονομαζόμενος Λα Μπαγιαμέσα, έχει τη σύνθεση και την συμβολική του κληρονομιά βαθιά ριζωμένες στα γεγονότα του κινήματος ανεξαρτησίας του 19ου αιώνα.

Οι απαρχές του Λα Μπαγιαμέσα εντοπίζονται στο 1867, μια περίοδο αυξανόμενης απογοήτευσης μεταξύ των Κουβανών Κρεολών μετά την αποτυχία της Χούντας ντε Ινφορμασιόν -μιας αντιπροσωπείας που είχε επιδιώξει ειρηνικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις και εμπορικές παραχωρήσεις από την Ισπανία.

Η εμφανής ματαιότητα αυτών των προσπαθειών οδήγησε πολλούς στο συμπέρασμα ότι η μόνη βιώσιμη οδός ήταν η πλήρης πολιτική απόσχιση μέσω ένοπλης εξέγερσης.

Εκείνη την εποχή, η πόλη Μπαγιάμο φιλοξενούσε τη μασονική στοά Εστρέγια Τροπικάλ Νο. 19, η οποία λειτουργούσε υπό την δικαιοδοσία της «Γκραν Οριέντε [Μεγάλης Ανατολής] ντε Κούβα [της Κούβας] ι λας Αντίγιας (GOCA)». Μεταξύ των επιφανών μελών της ήταν οι Φρανσίσκο Βισέντε Αγκιλέρα, Φρανσίσκο Μασέο Οσόριο και Φιγκερέδο, όλοι κεντρικές φυσιογνωμίες στο πρώιμο κίνημα ανεξαρτησίας.

Τη νύχτα της 13ης Αυγούστου 1867, οι τρεις αυτοί άνδρες συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Περούτσο Φιγκερέδο για να ιδρύσουν μια Επαναστατική Επιτροπή που θα σχεδίαζε την εξέγερση κατά της ισπανικής αποικιοκρατίας.

Στο τέλος της συνάντησης, ο Οσόριο φέρεται να είπε στον Φιγκερέδο:

«Τώρα είναι η σειρά σου, ως μουσικός, να συνθέσεις τη δική μας Μασσαλιώτιδα».

Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης μέρας, η μουσική του μελλοντικού εθνικού ύμνου της Κούβας είχε συντεθεί.

Ο ύμνος παρουσιάστηκε δημοσίως για πρώτη φορά κατά τον εορτασμό της εορτής του Κόρπους Κρίστι, παρουσία του τοπικού κυβερνήτη και μεγάλου αριθμού κατοίκων του Μπαγιάμο.

Λίγους μήνες αργότερα, στις 20 Οκτωβρίου 1868, οι επαναστατικές δυνάμεις εισήλθαν θριαμβευτικά στο Μπαγιάμο.

Οι πρώτοι Ελευθεροτέκτονες στην Κούβα

Ο Τεκτονισμός στην Κούβα έχει τις ρίζες του στο 1762. Ο ιστορικός του Τεκτονισμού και συγγραφέας Ρέι Ντένσλοου έγραψε το 1955:

«Για περισσότερο από έναν αιώνα, στην Κούβα, το να είσαι Τέκτονας σήμαινε να είσαι μάρτυρας· στην πραγματικότητα, το να είσαι Τέκτονας σε οποιαδήποτε λατινοαμερικανική χώρα στο παρελθόν, ή ακόμα και σήμερα, απαιτεί μεγάλη δόση της τεκτονικής αρετής που είναι γνωστή ως Αντοχή, καθώς πολλοί Τέκτονες θυσίασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι τις αρχές τους».

Η ιστορία του Τεκτονισμού στο νησί της Κούβας είναι γεμάτη από ιστορίες διώξεων, κακουχιών, συγκρούσεων μεταξύ Μεγάλων Στοών, αντιπαραθέσεων μεταξύ «Ανώτερων Σωμάτων» που επιδίωκαν να κυριαρχήσουν στις Μεγάλες Στοές, και τελικά, τη δημιουργία μιας «Ενωμένης» Μεγάλης Στοάς που σήμερα συνεχίζει τις παραδόσεις και τα έθιμα του Ελευθεροτεκτονισμού με τρόπο που της έχει εξασφαλίσει αναγνώριση από σχεδόν ολόκληρο τον τεκτονικό κόσμο.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία της πρώιμης παρουσίας του Τεκτονισμού στην Κούβα, είναι απαραίτητο να θυμηθούμε ότι εκείνη την εποχή το νησί ήταν ισπανική αποικία —μια υπερπόντια κτήση υπό εκμετάλλευση για το συμφέρον του Ισπανικού Στέμματος και στερούνταν πολιτικής αυτονομίας.

Οι Ισπανοί μονάρχες της περιόδου, συχνά επηρεασμένοι από τον κληρικό απολυταρχισμό, ήταν ανοιχτά εχθρικοί προς τις φιλελεύθερες ιδεολογίες και ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί απέναντι στον Ελευθεροτεκτονισμό.

Το 1761, ο Φερδινάνδος ΣΤ΄ της Ισπανίας, υπό την πίεση της Ιεράς Εξέτασης, εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την άσκηση του Τεκτονισμού σε όλες τις ισπανικές κτήσεις, με ποινή τον θάνατο.

Παρά τις προσπάθειες αυτές, ο Τεκτονισμός δεν εξαλείφθηκε πλήρως.

Αν και διωκόμενος, συνέχισε να υπάρχει σε διάσπαρτες γωνιές της αυτοκρατορίας.

Στοές είχαν ήδη ιδρυθεί από την Αγγλία στο Γιβραλτάρ και τη Μαδρίτη ήδη από το 1728, και με την πάροδο του χρόνου η Αδελφότητα εξαπλώθηκε αθόρυβα σε τμήματα της Ισπανίας και των αποικιών της.

Βρετανική Στρατιωτική Στοά 218

Μεταξύ 1751 και 1754, η πρώτη γνωστή αναφορά στον Τεκτονισμό στην Κούβα εμφανίζεται στα ιστορικά αρχεία.

Η πληροφορία αυτή καταγράφηκε από τον Γερμανό ιστορικό Γιόζεφ Γκάμπριελ Φίντελ στο έργο του «Ιστορία του Τεκτονισμού».

Σύμφωνα με τον Φίντελ, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Μεγάλη Στοά της Αγγλίας διόρισε οκτώ επαρχιακούς Μεγάλους Διδασκάλους σε διάφορες περιοχές, ένας εκ των οποίων ορίστηκε για την Κούβα.

Οι διορισμοί αυτοί συνέπιπταν με στρατηγικά σημεία της βρετανικής αυτοκρατορικής επέκτασης ή περιοχές όπου το Βρετανικό Αυτοκρατορικό Σύστημα είχε σημαντικά οικονομικά ή πολιτικά συμφέροντα.

Στην περίπτωση της Κούβας, ο διορισμός αυτός συνέπεσε με τις προετοιμασίες της Βρετανίας για τη στρατιωτική κατάληψη της Αβάνας, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1762 κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πολέμου.

Οι πρώτοι Τέκτονες έφτασαν στην Κούβα το 1762, κατά τη διάρκεια των γεγονότων που σχετίζονται με την Πολιορκία της Αβάνας.

Πρόκειται κυρίως για Ιρλανδούς και Βρετανούς μέλη των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων, μέλη της Πρώτης Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας και των στρατιωτικών στοών της χώρας.

Το 1762, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής της Αβάνας, ένα σύνταγμα στρατιωτών εγκαταστάθηκε στην πόλη.

Ανάμεσά τους ήταν το Σύνταγμα ΝτεΓουέμπ, υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Ντάνιελ Γουέμπ, του Υποσυνταγματάρχη Κρίστοφερ Τίσντεϊλ και του Ταγματάρχη Ρόμπερτ Ρος, μέρος της ταξιαρχίας υπό τον Στρατηγό Χαντ Γουόλς.

Η Μεγάλη Στοά της Ιρλανδίας εξέδωσε χάρτα στους Τέκτονες που συνδέονταν με αυτό το σύνταγμα, ιδρύοντας τη Στοά 218, η οποία λειτούργησε για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την κατοχή.

Η στοά αυτή αναφέρεται συχνά ως Στρατιωτική Στοά 218 και πιστεύεται ότι έπαψε να λειτουργεί όταν το σύνταγμα αποχώρησε από την Κούβα.

Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι Βρετανοί στρατιώτες μύησαν Κουβανούς πολίτες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρά τις εκτεταμένες εικασίες, κυρίως επειδή η χάρτα της στρατιωτικής τους στοάς το απαγόρευε.

Παρόλα αυτά, το επεισόδιο αυτό καθιστά την Κούβα μία από τις πρώτες περιοχές στη Λατινική Αμερική που εξετάστηκαν για τεκτονική ανάπτυξη υπό την αγγλική τεκτονική παράδοση.

Οι λεπτομέρειες της λειτουργίας αυτής της Στοάς είναι ελάχιστες.

Η τεκτονική παράδοση υποστηρίζει ότι η στοά συνεδρίαζε στο Μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, το οποίο εκείνη την εποχή είχε καταληφθεί από τις βρετανικές δυνάμεις κατοχής και χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς σκοπούς.

Τη δεκαετία του 2010, τεκτονικά χαράγματα βρέθηκαν στην πέτρινη τοιχοποιία του Μοναστηριού από τον Κουβανό ιστορικό Εουσέμπιο Λεάλ Σπένγκλερ.

Τα «Ars Quatuor Coronatorum» (AQC), της ερευνητικής Στοάς Quatuor Coronati 2076 στο Λονδίνο, διατήρησαν μια φωτογραφία ενός σπάνιου κουβανικού τεκτονικού εγγράφου που σχετίζεται με αυτήν την χαμένη στοά.

Το χειρόγραφο, γραμμένο σε περγαμηνή διαστάσεων 8¾ ίντσες επί 8½ ίντσες, φέρει σφραγίδα με κόκκινο κερί, με την αποτύπωση ενός χεριού που κρατά το μυστρί του Τέκτονα. Στη σφραγίδα είναι προσαρτημένες δύο κορδέλες: μία φαρδύτερη μπλε και μία στενότερη κίτρινη.

Ο τεκτονικός ιστορικός Ρόμπερτ Φρίκε Γκουλντ επιβεβαίωσε την ύπαρξη αυτής της στοάς και εξέτασε το έγγραφο.

Ωστόσο, σημείωσε ότι οι αξιωματικοί που αναφέρονται στο πιστοποιητικό δεν αντιστοιχούν σε γνωστούς αξιωματικούς του συντάγματος.

Αυτή η απόκλιση υποδηλώνει ότι η στοά πιθανότατα λειτουργούσε αποκλειστικά εντός του συντάγματος, χωρίς επαφή με τον τοπικό πληθυσμό.

Ο Γκουλντ ανέφερε επίσης ότι η χάρτα εκδόθηκε το 1750 και ότι 11 μέλη του συντάγματος πιθανότατα μυήθηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Αβάνα.

Το έγγραφο που αναφέρεται στο AQC είναι ένα πιστοποιητικό μέλους, το οποίο αναφέρει:

«Και το Σκότος δεν το Κατάλαβε—
»Στην Ανατολή, έναν τόπο γεμάτο Φως όπου βασιλεύουν η σιωπή και η ειρήνη. Εμείς, ο Διδάσκαλος, οι Επόπτες και ο Γραμματέας της Σεβαστής Στοάς των Ελεύθερων και Αποδεκτών Τεκτόνων, αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, αριθμός 218 στο Μητρώο της Ιρλανδίας, που συνεδριάζει στο Σαράντα Όγδοο Σύνταγμα Πεζικού (Ne Varietur), στολισμένοι με όλες τις τιμές μας και συγκεντρωμένοι με τη δέουσα μορφή,
»Δηλώνουμε, πιστοποιούμε και βεβαιώνουμε σε όλους τους φωτισμένους ανθρώπους σε όλη την επιφάνεια της Γης ότι ο κομιστής τούτου, Αλεξάντερ Κόκμπερν, έχει γίνει δεκτός ως Μαθητευόμενος και Εταίρος, και μετά από επαρκή απόδειξη και δοκιμασία, του έχουμε απονείμει τον υψηλό βαθμό του Διδασκάλου. Μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια, χωρίς καμία ένσταση, να γίνει δεκτός και αποδεκτός από οποιαδήποτε κοινωνία στην οποία παρουσιάζεται το παρόν, με χαιρετισμούς.

»Δόθηκε υπό τα χέρια μας και τη σφραγίδα μας στην Αίθουσα της Στοάς μας στην Αβάνα, την 3η ημέρα του Μαΐου, το έτος του Κυρίου μας 1763 και το Έτος του Τεκτονισμού 5763.»

Υπογραφές:

Γουίλιαμ Σμιθ, Σεβ. Διδάσκαλος
Τζέιμς Λι, Επόπτης
Ρίτσαρντ Κουμπς, Επόπτης
Πίτερ Τόμπιν, Γραμματέας

Η Μεγάλη Ανατολή (Στοά) της Γαλλίας επέκτεινε την επιρροή της στην Καραϊβική στα μέσα του 18ου αιώνα.

Τη δεκαετία του 1760, οι πρώτες καταγεγραμμένες μασονικές στοές εμφανίστηκαν στη γαλλική αποικία του Σαιν-Ντομίνγκ (σήμερα γνωστή ως Αϊτή), μόλις 20 με 25 μίλια μακριά από την Κούβα, και μετανάστες Ελευθεροτέκτονες από αυτές τις στοές βοήθησαν στη θεμελίωση του Κουβανικού Τεκτονισμού.

Ωστόσο, στα μέσα του 18ου αιώνα, υπήρχαν παγκοσμίως περισσότερες από 20 σημαντικές μασονικές οργανώσεις, πολλές από τις οποίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους.

Μια σημαντική αντιπαλότητα αναπτύχθηκε μεταξύ της Μεγάλης Στοάς της Αγγλίας και της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας.

Ο Αγγλικός Τεκτονισμός συντάχθηκε με τη μοναρχία και τη Βρετανική Αυτοκρατορία, ενώ η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας υιοθέτησε τα δημοκρατικά φιλελεύθερα ιδεώδη, που συμπυκνώνονται στο σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη.

Αναγνωρίζοντας τη στρατηγική αξία του Τεκτονισμού στη Γαλλία, ο Ναπολέων Βοναπάρτης έθεσε τη Μεγάλη Ανατολή υπό τον έλεγχο των στενότερων συνεργατών και στρατιωτικών ηγετών του.

Μια κεντρική φιγούρα στη ναπολεόντεια διοίκηση, ο Καμπασερές, διορίστηκε από τον αυτοκράτορα για να αναδιοργανώσει και να ηγηθεί του Γαλλικού Τεκτονισμού.

Αυτή η διεθνής γεωπολιτική ένταση μεταξύ των μασονικών δυνάμεων αντανακλούσε επίσης έναν βαθύτερο ιδεολογικό αγώνα: μεταξύ του αγγλικού μοναρχικού Τεκτονισμού και του γαλλικού ναπολεόντειου Τεκτονισμού.

Ορισμένες γαλλικές μασονικές ομάδες υιοθέτησαν τον φρυγικό σκούφο—σύμβολο ελευθερίας και αντίστασης στο παλαιό καθεστώς, που αργότερα ενσωματώθηκε από διάφορα κινήματα ανεξαρτησίας σε ολόκληρη την Αμερική.

Αναφορές όπως το «συνθλίβουμε τις αλυσίδες της σκλαβιάς», κοινές στη γαλλική επαναστατική ρητορική, είχαν ακόμα μεγαλύτερη απήχηση στην Αϊτή.

Ο ίδιος ο Γαλλικός Τεκτονισμός δεν ήταν ένα ενιαίο κίνημα. Ένας από τους πιο ριζοσπαστικούς κλάδους του, ο Τύπος της Τελειοποίησης, εμφανίστηκε στα μέσα του 18ου αιώνα και παρουσίασε απόκλιση από τις πιο μετριοπαθείς θέσεις της Μεγάλης Ανατολής.

Αυτός ο Τύπος ασκούνταν από διάφορες στοές στο Μπορντό και χρησιμοποιήθηκε για τη μύηση ατόμων από το Σαιν-Ντομίνγκ.

Έτσι, η εκδοχή του Τεκτονισμού που εδραιώθηκε στην Αϊτή βασίστηκε όχι στη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας αλλά στον πιο προοδευτικό Τύπο της Τελειοποίησης.

Στις 27 Αυγούστου 1761, ο Τύπος της Τελειοποίησης εξέδωσε δίπλωμα στον Ετιέν Μορέν, διορίζοντάς τον Αναπληρωτή Επιθεωρητή για το Σαιν-Ντομίνγκ, με ρητό σκοπό την επέκταση του Τεκτονισμού της Τελειοποίησης σε ολόκληρη την Αμερική.

Ο Μορέν δεν περιορίστηκε στη διάδοση υπαρχουσών πρακτικών—δημιούργησε επίσης νέους βαθμούς και εισήγαγε καινοτομίες που τελικά συνέβαλαν στην ανάπτυξη ενός εντελώς νέου μασονικού συστήματος.

Ενώ ο Μορέν ταξίδευε από το Λονδίνο στο Σαιν-Ντομίνγκ, συνελήφθη από τους Βρετανούς και οδηγήθηκε στον Μεγάλο Δάσκαλο Ερλ Φεράρς ντε Τάμσγουορθ στις Δυτικές Ινδίες – όπου προήχθη αμέσως στον βαθμό του Μασονικού Προκόνσουλα και ονομάστηκε «English Freemason for life».

Αυτό συνέβη παρόλο που κατείχε ήδη Επιστολές Εξουσιοδότησης από τον «Grand Master and Protector of all Lodges His Royal Highness, and Very Illustrious Brother» Λουί Ντε Μπουρμπόν, Κόμη ντε Κλερμόν, και παρόλο που είχε περάσει δύο χρόνια σε βρετανικές φυλακές.

Πολύ μετά την εγκατάσταση του Μορέν μαζί με τον Χένρι Άντριου Φράνκεν, ο Τεκτονισμός της Τελειοποίησης έθεσε τις βάσεις για ένα δίκτυο στοών που εκτεινόταν από την Αϊτή στη Λουιζιάνα, μέσω της Κούβας.

Κατά τη διαδικασία αυτή, ο Τύπος προσαρμόστηκε και εμπλουτίστηκε ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες.

Το 1797, ενώ η Λουιζιάνα βρισκόταν ακόμα υπό γαλλικό έλεγχο, αυτή η παράδοση οδήγησε στη δημιουργία οκτώ νέων βαθμών, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του Αρχαίου και Αποδεκτού Σκωτικού Τύπου. Μαζί με τον Τύπο της Υόρκης, θα γινόταν ένα από τα πιο επιδραστικά και ευρέως διαδεδομένα μασονικά συστήματα σε ολόκληρη την Αμερική.

Μετά από αυτό, το επόμενο κύμα Μασόνων που έφτασε στην Κούβα ήταν οι Γαλλο-Αϊτινοί που έφυγαν από την Αϊτινή Επανάσταση του 1791, μέλη των γαλλικών μασονικών στοών που είχε δημιουργήσει ο Μορέν.

Περίπου το 1800, μετά την εκδίωξη των ισπανικών και γαλλικών δυνάμεων από τα νησιά του Σαιν-Ντομίνγκ [Αγίου Δομίνικου] και της Αϊτής, πολλοί από τους εκτοπισμένους αποίκους, συμπεριλαμβανομένων αρκετών Μασόνων, εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Οριέντε της Κούβας.

Αυτοί οι Μασόνοι είχαν προηγουμένως λειτουργήσει υπό χάρτες που επέτρεπαν μασονική δραστηριότητα αποκλειστικά στο νησί του Σάντο Ντομίνγκο.

Η άφιξή τους στην Κούβα σηματοδότησε την αρχή μιας νέας φάσης στην ανάπτυξη του Κουβανικού Τεκτονισμού.

Στην Αβάνα, δύο άλλες στοές —αρχικά γνωστές ως L’Amitié και La Concorde Bienfaisante— επανάλαβαν τη λειτουργία τους παρόλο που οι χάρτες τους προέβλεπαν να εργάζονται μόνο στο Σαιν-Ντομίνγκ.

Αυτές οι στοές υιοθέτησαν ισπανόφωνα ονόματα: Αμιστάδ και Μπενέφικα Κονκόρδια. Αν και έδωσαν τα ονόματά τους σε δύο δρόμους στην Αβάνα, ελάχιστα είναι γνωστά σήμερα για τις εσωτερικές τους λειτουργίες.

Η καταστολή του Ελευθεροτεκτονισμού στην Κούβα του 18ου αιώνα από το Βατικανό

Η Κούβα του 18ου αιώνα αποτέλεσε, σύμφωνα με τον ιστορικό Εμάνουελ Ρεμπόλντ, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα σκληρής καταδίωξης του Ελευθεροτεκτονισμού από τη μοναρχία.

Όπως σημειώνει ο Ρεμπόλντ: «Σε κανένα μέρος εκτός από την Κούβα ο Ελευθεροτεκτονισμός δεν αντιμετώπισε τόσο σκληρή δίωξη όσο σε αυτό το κατ’ εξοχήν καθολικό βασίλειο, δίωξη που βασίστηκε στις παπικές βούλες του Κλήμεντος ΙΒ΄, του Βενέδικτου ΙΔ΄, και στο διάταγμα του Καρδινάλιου Κονσάλβι, τα οποία όλα αφόριζαν τους Ελευθεροτέκτονες και επέβαλαν τις πιο σκληρές ποινές, συμπεριλαμβανομένου του θανάτου».

Η ένταση μεταξύ Ελευθεροτεκτονισμού και Καθολικής Εκκλησίας στην Ισπανία του 18ου αιώνα είχε αντίκτυπο και στις αποικίες της.

Μέχρι τα μέσα του αιώνα, Ελευθεροτεκτονικές στοές είχαν ιδρυθεί στη Μαδρίτη και το Γιβραλτάρ, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του καθολικού κλήρου, ιδιαίτερα των πιο φανατικών ομάδων.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύγκρουσης ήταν η δράση του Χοσέ Τορούμπια, αξιωματούχου της Ιεράς Εξέτασης στη Μαδρίτη.

Ο Τορούμπια, με εντολή των ανωτέρων του, διείσδυσε σε στοές Ελευθεροτεκτόνων τη δεκαετία του 1740, έχοντας εξασφαλίσει παπικές απαλλαγές από τους όρκους που απαιτούνταν από την αδελφότητα, ώστε να συλλέξει πληροφορίες για τις δραστηριότητές τους.

Έπειτα από έρευνες σε στοές σε όλη την Ισπανία, ο Τορούμπια παρουσίασε τα ευρήματά του στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης, χαρακτηρίζοντας τον Ελευθεροτεκτονισμό ως «υπονομευτικό ίδρυμα» και κατηγορώντας τα μέλη του για ηθική και θρησκευτική διαφθορά.

Παράλληλα, κατέθεσε λίστα με τις ενεργές στοές και ζήτησε την πλήρη καταστολή τους.

Η αντίδραση ήταν άμεση: το Ισπανικό Στέμμα, υπό την πίεση της Ιεράς Εξέτασης, εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε τον Ελευθεροτεκτονισμό, με ποινή θανάτου για όσους συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται.

Η απόφαση αυτή οδήγησε στην ουσιαστική εξαφάνιση της Ελευθεροτεκτονικής δραστηριότητας στην Ισπανία για δεκαετίες.

Ιωσήφ Σερνώ και η ίδρυση του «Ναού των Θεολογικών Αρετών» στην Κούβα

Στις 17 Δεκεμβρίου 1804, μια ομάδα Τεκτόνων στην Αβάνα, που περιλάμβανε πρώην μέλη των στοών του Σαιντ-Ντομίνγκ και άλλους συνδεδεμένους με τον Τεκτονισμό της Πενσυλβάνιας, εξασφάλισε μία επίσημη χάρτα από τη Μεγάλη Στοά της Πενσυλβάνιας.

Ανάμεσα στους ιδρυτές ξεχωρίζουν τα ονόματα του Ιωσήφ Σερνώ, του Πιερ Κουρόι και του Πιερ Μποσέι.

Με αυτήν την χάρτα, ίδρυσαν τη στοά «Le Temple des Vertus Théologales 103» («Ναός των Θεολογικών Αρετών»), η οποία υπήρξε μία από τις πρώτες Τεκτονικές στοές στην Κούβα που αναγνωρίστηκαν επίσημα από αγγλοαμερικανική δικαιοδοσία.

Η χάρτα της στοάς, που φυλάσσεται στο Μουσείο Τεκτονισμού του Εθνικού Ναού στην Αβάνα, αποκαλύπτει ότι η πλειοψηφία των ιδρυτών ήταν Γάλλοι μετανάστες από την Αϊτή.

Επιπλέον, η στοά λειτουργούσε ανεπίσημα για δύο χρόνια πριν από την επίσημη αναγνώρισή της.

Η ίδρυσή της συνέπεσε χρονικά με την εισβολή των ναπολεόντειων δυνάμεων στην Αϊτή το 1804, ενώ η Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας είχε ήδη περάσει υπό τον έλεγχο του Ναπολέοντα, ευθυγραμμισμένη με τις αυτοκρατορικές του φιλοδοξίες.

Αυτή η πολιτική συγκυρία εξηγεί την επιλογή των Γάλλων Τεκτόνων να αναζητήσουν χάρτα από τη Μεγάλη Στοά της Πενσυλβάνιας, αντί από τις γαλλικές ή βρετανικές Τεκτονικές Αρχές.

Η Πενσυλβάνια αποτελούσε τότε σημαντικό πολιτικό κέντρο, και η σύνδεση με μια βορειοαμερικανική στοά επέτρεψε στους ιδρυτές να αποφύγουν την επιρροή της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας ή της Μεγάλης Ηνωμένης Στοάς της Αγγλίας.

Η στοά στην Αβάνα αντικατόπτριζε μετριοπαθείς, δημοκρατικές ιδέες, εμπνευσμένες από το πνεύμα των Γιρονδίνων και του Λαφαγιέτ, σε αντίθεση με το αυταρχικό όραμα του Ναπολέοντα.

Ο Τεκτονισμός της Βόρειας Αμερικής, συμπεριλαμβανομένης της Λουιζιάνας -που είχε περάσει στις ΗΠΑ με την αγορά της Λουιζιάνας το 1803- πρόβαλλε δημοκρατικές αρχές, οι οποίες αντικατοπτρίζονταν και στις εξελισσόμενες δοξασίες του Αρχαίου και Αποδεκτού Σκωτικού Τύπου.

Ενδιαφέρον είναι ότι οι βοναπαρτιστές Τέκτονες υιοθέτησαν αυτόν τον Τύπο στην Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας, ενσωματώνοντας δημοκρατικό συμβολισμό, διατηρώντας παράλληλα αυτοκρατορικό έλεγχο.

Ο Ιωσήφ Σερνώ, ο πρώτος Σεβάσμιος Διδάσκαλος της στοάς, γεννήθηκε το 1763 στο Βιλμπλεβέν της Γαλλίας και εργάστηκε ως αργυροχόος.

Εγκαταστάθηκε στην Αβάνα το 1801, όπου εντάχθηκε στον Τεκτονισμό και απέκτησε τον 25ο βαθμό του Σκωτικού Τύπου, τον υψηλότερο της εποχής.

Το 1806, λόγω της γαλλικής του υπηκοότητας και των φερόμενων επαναστατικών του τάσεων, εκδιώχθηκε από την Κούβα.

Στη συνέχεια, μετεγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου ίδρυσε το Μεγάλο Κονσιστόριο των ΗΠΑ, πυροδοτώντας το αμφιλεγόμενο κίνημα του «Σερνωισμού». Παρέμεινε ενεργός στον Τεκτονισμό μέχρι τον θάνατό του στη Γαλλία το 1815.

Μετά τον Χερσονησιακό Πόλεμο, η αποικιακή κυβέρνηση της Κούβας διέταξε την εκδίωξη των μη πολιτογραφημένων Γάλλων προσφύγων από το Σαιντ-Ντομίνγκ και το κλείσιμο των στοών Κονκόρντ και Περσεβεράνσια στην ανατολική Κούβα.

Οι στοές αυτές επανεμφανίστηκαν στη Νέα Ορλεάνη, υπό χάρτες της Πενσυλβάνιας, και το 1812 συνέβαλαν στη δημιουργία της Μεγάλης Στοάς της Λουιζιάνας.

Τις επόμενες δύο δεκαετίες, η Πενσυλβάνια χορήγησε χάρτες για τη δημιουργία και άλλων στοών, ενισχύοντας την Τεκτονική παρουσία στην περιοχή.

Η Εξέγερση του 1810

Το 1809, η Κούβα γνώρισε μία από τις πρώτες απόπειρες αποσχιστικής κίνησης στην ιστορία της, γνωστή ως Εξέγερση του 1810.

Η συνωμοσία αυτή γεννήθηκε στη στοά «Ναός των Θεολογικών Αρετών» και συνδέεται στενά με τον Ρομάν δε λα Λουζ, έναν πλούσιο γαιοκτήμονα της Αβάνας.

Θεωρείται ορόσημο στις φιλοδοξίες της νήσου για ανεξαρτησία.

Σημαντικοί συνωμότες ήταν ο Μανουέλ Ραμίρες, υπεύθυνος της στοάς, και ο Λοχαγός Λουίς Φρανσίσκο Μπασάβε του Συντάγματος των Λευκών της Αβάνας.

Αξιοσημείωτο είναι ότι στην κίνηση συμμετείχαν όχι μόνο Τέκτονες, αλλά και ελεύθεροι μαύροι και μιγάδες Κουβανοί, αποτυπώνοντας την πολυμορφία του κινήματος.

Οι στόχοι της συνωμοσίας παραμένουν θολοί και αποτελούν αντικείμενο έντονης ακαδημαϊκής συζήτησης.

Ωστόσο, ο Χοσέ Χοακίν Ινφάντε, δικηγόρος από το Μπαγιάμο και μέλος του ισπανικού νομικού συστήματος στην Κούβα, ξεχώρισε ως κεντρική φιγούρα.

Κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη και να συνεχίσει τον αγώνα του για την ανεξαρτησία στη Βενεζουέλα.

Στην εξορία, ο Ινφάντε συνέταξε την πρώτη συνταγματική πρόταση για μια ανεξάρτητη Κούβα, πιθανότατα το 1810, η οποία δημοσιεύτηκε στο Καράκας το 1811, προλαβαίνοντας το φιλελεύθερο Σύνταγμα της Κάδιθ της Ισπανίας.

Το κείμενό του αντλούσε έμπνευση από το Σύνταγμα της Αϊτής του 1801, που διαμόρφωσε ο Τουσέν Λουβερτούρ, καθώς και από τις αρχές του Σκωτικού Τεκτονισμού.

Ξεχώρισε για τις πρωτοποριακές του ιδέες, όπως η υποστήριξη ενός κοσμικού κράτους, η διάκριση των εξουσιών, η θρησκευτική ελευθερία, οι ατομικές ελευθερίες και η λαϊκή κυριαρχία.

Αυτές οι αρχές αποτέλεσαν τη βάση για τον μετέπειτα κουβανικό συνταγματισμό, διαχωρίζοντας την ιδέα της δημοκρατικής ανεξαρτησίας από την μεταρρυθμιστική ενσωμάτωση στην ισπανική μοναρχία.

Παράλληλα, ο Λοχαγός Λουίς Φρανσίσκο Μπασάβε βρέθηκε στο στόχαστρο των αποικιακών Αρχών.

Ο Στρατηγός Καπιτάν Σομερουέλος τον κατηγόρησε ότι υποκινούσε σκλαβωμένους και ελεύθερους μαύρους και μιγάδες κατοίκους στις φτωχότερες συνοικίες της Αβάνας.

Σύμφωνα με τις επίσημες αναφορές, ο Μπασάβε σχεδίαζε να ηγηθεί εξέγερσης με τη συμμετοχή των Πειθαρχημένων Μιλίσιων των Πάρδος και Μορένος και εργατών από τις περιθωριοποιημένες κοινότητες της πόλης.

Η Εξέγερση του Απόντε

Στις 16 Μαρτίου 1812, ξέσπασε μια εξέγερση υπό την ηγεσία του Χοσέ Αντόνιο Απόντε, ενός ελεύθερου μαύρου ξυλουργού.

Ο Απόντε παραμένει στη μνήμη όχι μόνο για τον ρόλο του σε αυτή την εξέγερση, αλλά και για τη φημολογούμενη συμμετοχή του σε μαύρα συντάγματα που συντάχθηκαν με τις αμερικανικές δυνάμεις κατά τον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας.

Αναφέρεται ότι είχε σχέσεις με μέλη της στοάς «Ναός των Θεολογικών Αρετών».

Συνελήφθη στις 7 Απριλίου, καταδικάστηκε σε θάνατο χωρίς δίκη και εκτελέστηκε δύο ημέρες αργότερα.

Το κομμένο κεφάλι του εκτέθηκε δημοσίως σε μεταλλικό κλουβί στην είσοδο της Αβάνας, κοντά στον δρόμο προς το Χεσούς ντελ Μόντε, ως προειδοποίηση.

Μετά την αποτυχία της εξέγερσης, η μασονική δραστηριότητα στην Κούβα εισήλθε σε περίοδο καταστολής.

Περί το 1814, ενεργές στοές, συμπεριλαμβανομένης της «Ναός των Θεολογικών Αρετών», διαλύθηκαν επίσημα.

Τον ίδιο χρόνο, ο βασιλιάς Φερδινάνδος VII, μέσω του Συμβουλίου Αντιβασιλείας, εξέδωσε βασιλικό διάταγμα που απαγόρευε όλες τις μασονικές οργανώσεις στην Ισπανική Αυτοκρατορία, χαρακτηρίζοντάς τες ως εγκληματικές οντότητες.

Παρά την απαγόρευση, η στοά «Ναός των Θεολογικών Αρετών» συνέχισε να λειτουργεί κρυφά κατά την απολυταρχική αποκατάσταση.

Με την έναρξη του φιλελεύθερου Τριετούς Συνταγματικού Καθεστώτος (1820–1823), όταν τα συνταγματικά δικαιώματα εφαρμόστηκαν προσωρινά στην Ισπανία και τις αποικίες της, η στοά επανεμφανίστηκε δημοσίως το 1820.

Λουί Κλουέ ντ’Ομπερνέ: Ο πρωτοπόρος του Τεκτονισμού στην Κούβα

Το 1818, ο Γάλλος Ελευθεροτέκτονας και συνταγματάρχης Λουί Κλουέ, γνωστός με το Τεκτονικό ψευδώνυμο ντ’Ομπερνέ, εγκαθίσταται στην Αβάνα, φέρνοντας μαζί του τις ιδέες του Τεκτονισμού.

Ως αξιωματικός της γαλλικής αποικιοκρατίας και κεντρική φιγούρα στην ανάπτυξη της πόλης Σιενφουέγος, ο Κλουέ θέτει τα θεμέλια για την εισαγωγή του Τεκτονισμού στην Κούβα στις αρχές του 19ου αιώνα.

Υπό το όνομα ντ’Ομπερνέ, που παραπέμπει σε μια μικρή πόλη της Αλσατίας, ο Κλουέ συνδυάζει τις γαλλικές Τεκτονικές παραδόσεις με τις νέες τάσεις της Καραϊβικής και της Λατινικής Αμερικής, συμβάλλοντας καθοριστικά στη διαμόρφωση της σύγχρονης πολιτικής και αδελφικής κουλτούρας της Κούβας.

Το ψευδώνυμο ντ’Ομπερνέ δεν είναι τυχαίο. Πιθανότατα παραπέμπει στον Ζοζέφ ντε Γκλοκ, έναν αμφιλεγόμενο Ελευθεροτάκτονα που ίδρυσε στοές υψηλού βαθμού στην Καραϊβική, διεκδικώντας εξουσία από γαλλικές και αγγλικές Τεκτονικές Αρχές.

Υιοθετώντας αυτό το όνομα, ο Κλουέ ευθυγραμμίζεται με το κίνημα της Τεκτονικής ανεξαρτησίας, αντανακλώντας τις ιδεολογικές και θεσμικές αλλαγές που σάρωναν την Αμερική κατά την εποχή των επαναστάσεων.

Ο Κλουέ ιδρύει μία οργάνωση για Ελευθεροτέκτονες υψηλών βαθμών, ακολουθώντας το Σκωτικό Τυπικό με τους 33 βαθμούς του, που λαμβάνει επίσημη έγκριση από τη γαλλική Τεκτονική αρχή το 1819.

Η ομάδα του αποκτά το δικαίωμα να ιδρύει νέες στοές, να προάγει μέλη και να διαδίδει τον Τεκτονισμό στην Κούβα.

Οι στοές αυτές, γνωστές ως «Μπλε Στοές», αποτελούν το θεμέλιο του Τεκτονισμού, εστιάζοντας στα τρία βασικά επίπεδα. Επιβλέπονται από τη «Μεγάλη Ανατολή Συμβολικού Τεκτονισμού της Νήσου Κούβας» – «Γκραν Οριέντε Σιμπόλικο ντε λα Ίσλα ντε Κούμπα», γνωστό και ως Νουέβα Τεμπάιδα.

Λίγο αργότερα, η γαλλική Τεκτονική Αρχή παραχωρεί τον έλεγχο της Κούβας στο Ισπανικό Εθνικό Μεγάλο Ανατολικό Τάγμα.

Ωστόσο, ο ισπανικός αυτός οργανισμός βρίσκεται σε κρίση, με εσωτερικές διαμάχες για την εξουσία.

Οι Κουβανοί Ελευθεροτέκτονες, πολλοί από τους οποίους οραματίζονται και πολιτική ανεξαρτησία από την Ισπανία, αρνούνται να υπακούσουν σε έναν διαιρεμένο οργανισμό.

Από την πρωτοβουλία του Κλουέ, γεννιέται στην Αβάνα το Εδαφικό Μεγάλο Ανατολικό Τάγμα της Ισπανοαμερικής, με δύο πυλώνες: έναν για τις συμβολικές στοές και έναν για τους Ελευθεροτέκτονες υψηλού βαθμού, μέχρι τον 32ο βαθμό.

Με μέλη που περιλαμβάνουν Ισπανούς στρατιωτικούς και αξιωματικούς του ναυτικού, ο οργανισμός αυτός διεκδικεί την εποπτεία όχι μόνο της Κούβας, αλλά και στοών στο Πουέρτο Ρίκο, το Μεξικό, τη Φλόριντα, καθώς και περιοχές της Καραϊβικής, όπως η Αϊτή και η Δομινικανή Δημοκρατία.

Ο Τύπος της Υόρκης στην Κούβα

Το 1820, η Κούβα βρέθηκε στο επίκεντρο πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων, καθώς η επιτυχία του φιλελεύθερου κινήματος του Ραφαέλ δελ Ριέγο στην Ισπανία έφτασε και στο νησί.

Στις 15 Απριλίου 1820, ο Χουάν Μανουέλ Καχίγαλ, Ισπανός αξιωματούχος στην Αβάνα, αναγκάστηκε να ορκιστεί πίστη στο Σύνταγμα του 1812, υπό την πίεση ισπανικών στρατευμάτων από τα συντάγματα της Μάλαγα και της Καταλονίας, που βρίσκονταν στην Κούβα με σκοπό την καταστολή των κινημάτων ανεξαρτησίας στη Λατινική Αμερική.

Η πολιτική αυτή αναταραχή πυροδότησε την εμφάνιση νέων τεκτονικών στοών και μυστικών εταιρειών στο νησί, οι οποίες υιοθέτησαν οργανωτικές δομές εμπνευσμένες από τον Ελευθεροτεκτονισμό.

Δύο κύρια τεκτονικά σώματα ιδρύθηκαν τότε στην Κούβα: η Μεγάλη Ισπανική Στοά των Αρχαίων και Αποδεκτών Τεκτόνων της Υόρκης, γνωστοί ως «Υορκιστές», και η Μεγάλη Ισπανοαμερικανική Εδαφική Ανατολή του Σκωτικού Τάγματος, γνωστοί ως «Σκωτιστές».

Παρά τις κοινές τους αρχές, τα δύο τάγματα διέφεραν πολιτικά, με τις ιδεολογίες τους να αντικατοπτρίζονται στη λογοτεχνία και τις εκφράσεις τους, παρά στους επίσημους κανονισμούς.

Οι εσωτερικές διαιρέσεις, καθώς και οι διαφορές με τις πολιτικές μυστικές εταιρείες, προέκυπταν από αντικρουόμενα οράματα για το μέλλον της κοινωνίας, αντίθετα με το Παλαιό Καθεστώς.

Ο Τζόελ Ρόμπερτς Πουανσέτ, Αμερικανός διπλωμάτης και μυστικός πράκτορας, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή του Τάγματος της Υόρκης στην Κούβα και τη Λατινική Αμερική.

Σε επιστολή του στις 14 Οκτωβρίου 1825, ο Πουανσέτ τόνισε τον πολιτικό σκοπό του Τάγματος, σημειώνοντας ότι υποστήριξε την ίδρυση μιας Μεγάλης Στοάς του Τύπου της Υόρκης στο Μεξικό για την προώθηση φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και την αντιμετώπιση συντηρητικών δυνάμεων.

Το Τάγμα της Υόρκης, που ιδρύθηκε επίσημα στις 30 Νοεμβρίου 1820, χαρακτηριζόταν από προτεσταντικές, κοσμικές και βιβλικές επιρροές, με έντονη αμερικανική επιρροή, ιδιαίτερα από την Πενσυλβάνια.

Τα τελετουργικά και η ιδεολογία του αντικατόπτριζαν φιλελεύθερες αξίες, με κριτική στάση απέναντι στον Καθολικισμό και σύνδεση με τον αμερικανικό ρεπουμπλικανισμό, προωθώντας την «περιοχή της ελευθερίας».

Αντίθετα, το Σκωτικό Τάγμα είχε λατινικό και κοσμικό προσανατολισμό, χωρίς έντονα αντικαθολικά στοιχεία, και ελεγχόταν από την τοπική ελίτ των Κρεολών, κυρίως γαλλοϊσπανικής καταγωγής.

Ηγέτης του ήταν ο Κόμης Αλεχάντρο Ο’Ράιλι, ισχυρός γαιοκτήμονας, ενώ ο Νικολάς δε Εσκοβέδο, ακολουθώντας τον ιερέα και φιλόσοφο Φέλιξ Βαρέλα, διαμόρφωσε την κουβανική πολιτική και φιλοσοφική σκέψη.

Εκτός από τις τεκτονικές οργανώσεις, εμφανίστηκαν και μη τεκτονικές μυστικές εταιρείες, όπως οι Κομουνέρος, Καρμπονάροι, Ανιγέρος, Καντένα Τριανγκουλάρ, Σόλες και Καμπαγέρος Ρασιονάλες, που υιοθέτησαν μασονικά πρότυπα, αν και διέφεραν ιδεολογικά.

Ο Ελευθεροτεκτονισμός ξεχώριζε από αυτές τις πολιτικά προσανατολισμένες ομάδες, καθώς τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί στην Κούβα.

Μέχρι το 1822, οι Υορκιστές λειτουργούσαν ανεξάρτητα, ενώ οι Σκωτιστές αντιμετώπιζαν ισπανικές παρεμβάσεις.

Για να αποφύγουν τον έλεγχο, οι συμβολικές στοές συνεργάστηκαν με τους Υορκιστές, ιδρύοντας στις 7 Νοεμβρίου 1822 τη Μεγάλη Ισπανική Στοά της Υόρκης, η οποία μέχρι τις αρχές του 1823 επέβλεπε 66 στοές.

Ωστόσο, η απαγόρευση του Ελευθεροτεκτονισμού από τον Ισπανό βασιλιά το 1824 και η αυστηρή επιβολή από τον στρατιωτικό κυβερνήτη οδήγησαν στην επίσημη διάλυση της νέας Μεγάλης Στοάς τον Ιανουάριο του 1825.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1820, ο κουβανικός Ελευθεροτεκτονισμός απομακρύνθηκε από την αγγλική και γαλλική επιρροή, οδηγώντας στη δημιουργία ενός εθνικού Τάγματος Μεγάλης Ανατολής το 1824 υπό την αιγίδα του Προέδρου Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ στην Αϊτή.

Για τα επόμενα 30 χρόνια, ο Ελευθεροτεκτονισμός στην Κούβα παρέμεινε υπόγειος, με μεμονωμένους Κουβανούς που συμμετείχαν σε στοές του εξωτερικού να διατηρούν το πνεύμα του ζωντανό.

Το 1857, ιδρύθηκε η στοά Προυντένσια στη Ματάνσας με άδεια από τεκτονική ομάδα της Λουιζιάνα, ενώ δύο ακόμα στοές ιδρύθηκαν στο Σαντιάγο δε Κούβα υπό ισπανική τεκτονική Αρχή από τη Βαρκελώνη, παρά τις συνεχείς καταστολές.

Η Επανάσταση των Ήλιων και Ακτίνων του Μπολίβαρ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1820, ο Τεκτονισμός είχε εδραιώσει σημαντική παρουσία στην Κούβα, με περισσότερες από δώδεκα ενεργές στοές σε όλο το νησί.

Οι περισσότερες από αυτές είχαν λάβει χάρτες από τεκτονικές Αρχές σε πόλεις όπως η Φιλαδέλφεια και η Νέα Ορλεάνη.

Οι ονομασίες τους αντικατόπτριζαν ποικίλα ηθικά ιδεώδη και πολιτισμικές φιλοδοξίες, όπως οι στοές «Ναός της Θείας Ποιμενίδος Αρ. 11», «Χαρές της Αβάνας Αρ. 157», «Ανταμοιβή των Αρετών Αρ. 161», «Ευθύτητα Αρ. 14», «Πιστότητα της Αβάνας Αρ. 167» και «Αληθής Φιλανθρωπία Αρ. 181».

Παρά την ποικιλία στις καταβολές και τις φιλοσοφίες τους, οι στοές αυτές λειτουργούσαν μέσα στις αντιφάσεις της αποικιακής κοινωνίας.

Το Τάγμα Μεγάλη Ανατολή της Κούβας, με έδρα την Αβάνα, φρόντιζε να μην εμφανίζεται συμπαθές σε επαναστατικές ή αποσχιστικές κινήσεις, ιδιαίτερα σε μια περίοδο οικονομικής άνθησης που στηριζόταν στη δουλεία.

Το 1821, η Μεγάλη Στοά εξέδωσε υπενθύμιση προς τα μέλη της, τονίζοντας το καθήκον τους να προάγουν τη δημόσια τάξη και να συμμορφώνονται με τους νόμους, υπογραμμίζοντας ότι οι όρκοι τους ως Τέκτονες τους δεσμεύουν σε τέτοια συμπεριφορά.

Ένα φυλλάδιο στοάς, που τυπώθηκε σε τυπογραφείο που λειτουργούσε από σκλαβωμένους εργάτες, εξέφραζε πίστη στις αποικιακές Αρχές.

Ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας μια συνηθισμένη τεκτονική παρομοίωση, συνέκρινε τη δημοσίευση με την ανέγερση ενός συμβολικού μνημείου προς τιμήν των μελών του δημοτικού συμβουλίου της Αβάνας.

Κάθε μέλος περιγραφόταν με σύντομη ποιητική μορφή, επαινούμενο για την αφοσίωσή του στα συνταγματικά ιδεώδη.

Ωστόσο, ο τόνος γινόταν όλο και πιο κολακευτικός, με μια υπερβολική σύγκριση να ισχυρίζεται ότι ένας τοπικός αξιωματούχος ξεχώριζε σε χαρακτήρα μεταξύ όλων των πλανητών.

Στην τελευταία καταχώριση, που υποτίθεται ότι αφορούσε τον γραμματέα του δημοτικού συμβουλίου Φρανθίσκο Σάντσεθ ντελ Πράδο, ο ανώνυμος συγγραφέας υπαινίχθηκε ότι ίσως ήταν ο ίδιος ο δημιουργός.

Επικρίνει την κυβερνώσα ελίτ ως ακατάλληλη για διακυβέρνηση, παρομοιάζοντάς την με ένα παιδί που χειρίζεται απερίσκεπτα ένα ξυράφι προσπαθώντας να μιμηθεί την εμφάνιση ενηλίκου.

Το έργο ολοκληρωνόταν με αφιέρωση στους μελλοντικούς ιστορικούς της Κουβανακάν, μιας φανταστικής κουβανικής δημοκρατίας που οραματίζονταν ορισμένοι συνωμοτικοί κύκλοι εντός της τεκτονικής κοινότητας.

Το τεκτονικό τοπίο της Κούβας αντικατόπτριζε επίσης εντάσεις μεταξύ εθνοτικών ταυτοτήτων και ανταγωνιστικών διεθνών επιρροών.

Ενώ ορισμένες κουβανικές στοές εξέταζαν τη συνεργασία με Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας, δελεαζόμενες από χαμηλότερες συνδρομές και αυξημένα προνόμια, άλλες επεδίωξαν ανεξαρτησία ιδρύοντας το 1821 μια τοπική Μεγάλη Στοά, συνδεδεμένη με την παράδοση του Τάγματος της Υόρκης που συνδεόταν με τη Φιλαδέλφεια.

Κατά την ίδια περίοδο, η κουβανική τεκτονική κοινότητα υιοθέτησε σταδιακά πιο ριζοσπαστική στάση.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εμφανίστηκε τον Απρίλιο του 1822, όταν δημοσιεύτηκε ένα κείμενο υπογεγραμμένο από τον «Φιλάνθρωπο Μανουέλ Μπερνάρδο Λορενθάνα» στην περιοδική έκδοση El Esquife Constitucional.

Το κείμενο, κωδικοποιημένο με τυπογραφικά σύμβολα αναγνωρίσιμα από Τέκτονες, κατέληγε στο δραματικό σύνθημα «Constitution or Death!» («Σύνταγμα ή Θάνατος»).

Η Κούβα έγινε επίσης πέρασμα για επιφανείς λατινοαμερικανούς διανοούμενους και μεταρρυθμιστές.

Προσωπικότητες όπως ο Βιθέντε Ροκαφουέρτε (Ισημερινός), ο Σερβάντο Τερέσα ντε Μιέρ και ο Μιγκέλ Ράμος Αρίθπε (Μεξικό), ο Μανουέλ Λορένθο Βιδαούρρε (Περού) και ο Χοσέ Φερνάντεθ ντε Μαδρίδ (Κολομβία) πέρασαν χρόνο στο νησί στις αρχές της δεκαετίας του 1820.

Πολλοί από αυτούς είχαν δεσμούς με τον Τεκτονισμό και συμμετείχαν στα συνταγματικά κινήματα που διαμορφώνονταν στην ήπειρο.

Μέχρι το 1823, ο Γενικός Κυβερνήτης Φρανθίσκο Διονίσιο Βίβες είχε πλήρη επίγνωση της πολιτικής αστάθειας στην Ισπανία, όπου οι φιλελεύθεροι συνταγματικοί ανατρέπονταν από απολυταρχικούς.

Παρόλο που έλαβε οδηγίες να επιτρέψει ευρύτερο πολιτικό διάλογο και πολιτικές ενώσεις στην Κούβα, ο Βίβες αρνήθηκε να δράσει.

Ενώ επικαλέστηκε ανησυχίες για πιθανές αναταραχές μεταξύ του μαύρου και μικτού [μιγάδες] πληθυσμού, η πραγματική πρόκληση προερχόταν από λευκούς επαγγελματίες των αστικών κέντρων, οι οποίοι ξεκίνησαν ένα μυστικό κίνημα ανεξαρτησίας με την ονομασία «Ήλιοι και Ακτίνες του Μπολίβαρ», εμπνευσμένη από την ομώνυμη τεκτονική στοά.

Ο ηγέτης του κινήματος, Χοσέ Φρανθίσκο Λέμους, είχε υπηρετήσει παλαιότερα στις δυνάμεις του Σιμόν Μπολίβαρ στην Κολομβία.

Αν και ο Μπολίβαρ [ελευθεροτέκτονας 32ου βαθμού] επικεντρωνόταν σε στρατιωτικές εκστρατείες στο Περού και δεν είχε άμεση επαφή με τους κουβανούς συνωμότες, ο Λέμους επικαλέστηκε το όνομα και τα ιδεώδη του για να εμπνεύσει υποστήριξη.

Ανακήρυξε τον εαυτό του στρατηγό μιας νεοσύστατης κουβανικής δημοκρατίας, που ονομάστηκε Δημοκρατία της Κουβανακάν, και συντόνισε το κίνημα μέσω ενός δικτύου τεκτονικών στοών.

Η επανάσταση έμεινε γνωστή ως η Επανάσταση των Ήλιων και Ακτίνων.

Οι οπαδοί χρησιμοποιούσαν σύμβολα και κώδικες για να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, όπως καπέλα με φτερά και χρωματιστά περιβραχιόνια, ενώ ενσωμάτωναν κρυπτογραφική στίξη στην αλληλογραφία τους, όπως σε μια επιστολή του 1821 (με χρονολογία «Anno Lucis 5821» σε τεκτονικό ημερολόγιο) που στάλθηκε από την Αβάνα σε στοά στην Τρινιδάδ μαζί με επαναστατικά φυλλάδια.

Η ιδέα της κουβανικής ανεξαρτησίας κυκλοφορούσε εδώ και δεκαετίες, αλλά η σχετική ελευθερία του Τριετούς Φιλελεύθερου Καθεστώτος στην Ισπανία, σε συνδυασμό με τις ειδήσεις για τις δημοκρατικές νίκες στην Αμερική, ενθάρρυναν τους υποστηρικτές.

Οι τεκτονικές στοές λειτούργησαν ως κέντρα διάδοσης ιδεών, δημιουργίας δικτύων και προσέλκυσης νέων οπαδών.

Οι Ήλιοι και Ακτίνες του Μπολίβαρ είχαν πυρήνες σε πόλεις όπως η Ματάνθας, η Γκουαναμπακόα και το Σαν Αντόνιο.

Η βάση υποστήριξής τους αποτελούνταν κυρίως από λευκούς Κουβανούς της μεσαίας και επαγγελματικής τάξης, οι οποίοι ωστόσο απέκλειαν τους σκλαβωμένους και τους ελεύθερους έγχρωμους από το όραμά τους για ιθαγένεια.

Παράλληλα, η λευκή ελίτ των γαιοκτημόνων αντέδρασε με ανησυχία, προειδοποιώντας ότι η συνωμοσία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξέγερση σκλάβων παρόμοια με την Αϊτινή Επανάσταση, έναν βαθιά τραυματικό φόβο για τους Γάλλους και Κουβανούς δουλοκτήτες.

Μέχρι το τέλος του 1823, το κίνημα κατέρρευσε. Πληροφοριοδότες, από σκλαβωμένους μέχρι υπηρέτες και πολίτες χαμηλότερων τάξεων, ανέφεραν τους συνωμότες στις αποικιακές Αρχές.

Η καταστολή ήταν σκληρή: συνελήφθησαν 602 άτομα, επιβλήθηκαν πρόστιμα από 100 έως 3.000 πέσος σε 71 άτομα, και 29 απελάθηκαν σε φυλακές στην Ισπανία. Μετά την καταστολή, η λογοκρισία εντάθηκε, η αστυνομική επιτήρηση επεκτάθηκε και τα πανεπιστημιακά προγράμματα καθαρίστηκαν, καθώς φιλελεύθεροι καθηγητές διέφυγαν ή εκδιώχθηκαν.

Παρόλο που τελικά απέτυχε, η συνωμοσία των Ήλιων και Ακτίνων του Μπολίβαρ αναγνωρίζεται ως μία από τις πρώτες μεγάλης κλίμακας προσπάθειες αμφισβήτησης της ισπανικής αποικιακής κυριαρχίας στην Κούβα, βαθιά συνδεδεμένη με τα τεκτονικά δίκτυα και τα δημοκρατικά ιδεώδη που κυκλοφορούσαν στον Ατλαντικό κόσμο.

Καταστολή της Κουβανικής Μασονίας από το Βατικανό τον 19ο αιώνα

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, η Μασονία στην Κούβα λειτουργούσε υπόγεια λόγω των νομικών περιορισμών που επέβαλαν οι ισπανικές αποικιακές Αρχές.

Η Ισπανική Αυτοκρατορία και η Μοναρχία της Ισπανίας διατηρούσαν στενή σχέση με την Καθολική Εκκλησία και την Καθολική Εκκλησία της Ισπανίας, η οποία είχε επιβάλει την παπική απαγόρευση της Μασονίας το 1763.

Εξαιτίας της πολιτικής αστάθειας και της καταστολής, η μασονική δραστηριότητα παρέμενε κυρίως μυστική, με τα μέλη να αποφεύγουν δημόσιες τελετές ή εκδηλώσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντίποινα από τις Αρχές.

Η δημόσια μασονική δραστηριότητα ενείχε τον κίνδυνο αυστηρών ποινών, όπως εξορία και δήμευση περιουσίας.

Η κατάσταση στην Ισπανία καθόρισε το πρότυπο για την Κούβα, αποικία της Ισπανίας, όπου η Μασονία αντιμετώπιζε παρόμοια καταστολή.

Η εξουσία της Ιεράς Εξέτασης επεκτεινόταν στο νησί, και καμία Ισπανική Μεγάλη Στοά δεν επιτρεπόταν να ασκεί δικαιοδοσία επί των μασονικών στοών στην Κούβα κατά την περίοδο αυτή.

Η Μασονία στην Κούβα, όπως και στην Ισπανία, παρέμεινε υπόγεια, και μόλις το 1807, με την γαλλική εισβολή, η αδελφότητα άρχισε να επανεμφανίζεται.

Μέχρι το 1809, αρκετές Ισπανικές Μεγάλες Στοές είχαν ιδρυθεί, σηματοδοτώντας τη σταδιακή αναβίωση της Μασονίας στην Ιβηρική Χερσόνησο.

Το 1814, ωστόσο, η επιστροφή του απολυταρχισμού υπό τον Φερδινάνδο Ζ΄ οδήγησε σε νέα καταστολή της Μασονίας από την Ιερά Εξέταση, αναγκάζοντας την αδελφότητα να επιστρέψει στη μυστικότητα.

Οι Μασόνοι φυλακίζονταν χωρίς δίκη. Η οργάνωση κατηγορήθηκε για επαναστατική δραστηριότητα και αντι-καθολικά αισθήματα.

Επαναστατικές φυσιογνωμίες, όπως ο Ρομάν δε λα Λουζ, στοχοποιήθηκαν· εξορίστηκε και πέθανε στην εξορία, προδομένος, όπως αναφέρθηκε, από την ομολογία της ίδιας του της συζύγου.

Από το 1816 έως το 1820, παρατηρήθηκε πολλαπλασιασμός μεταρρυθμιστικών μυστικών εταιρειών στην Κούβα, με τη Μασονία να είναι ιδιαίτερα εμφανής μεταξύ αυτών.

Κατά την φιλελεύθερη εξέγερση στην Ισπανία υπό τον Ραφαέλ δελ Ριέγο, οι ισπανικές Αρχές κήρυξαν το Σύνταγμα του 1820.

Οι Κουβανοί Μασόνοι, φορώντας τις ποδιές τους και τρίχρωμες κοκόρδες, συγκεντρώθηκαν για να ορκιστούν πίστη σε αυτό. Αργότερα, πίεσαν τον Κυβερνήτη Καχιγάλ να αναγνωρίσει και να εφαρμόσει το Σύνταγμα στην Κούβα.

Κατά τη διάρκεια του πρώιμου 19ου αιώνα, οι Μασόνοι κατηγορούνταν συχνά για συνωμοσία κατά του ισπανικού κράτους.

Μερικοί, όπως μέλη της Εταιρείας του Μαύρου Αετού, φυλακίστηκαν, εκτελέστηκαν ή διώχθηκαν. Συγκεκριμένα:

Δον Μανουέλ Ραμίρεθ: Φυλακίστηκε το 1814 επειδή ήταν Μασόνος.

Ρομάν δε λα Λουζ: Συμμετείχε σε επαναστατικό σχέδιο στην Αβάνα μαζί με άλλους Μασόνους, εξορίστηκε από την Κούβα.

Χοσέ Σολίς: Κατείχε δίπλωμα Ροδόσταυρου· καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκισης στη Θέουτα.

Χοσέ Ροσέλ: Φυλακίστηκε το 1869· μέλος της Στοάς 12.

Χοσέ Αντρές Πουέντε Μπαδέλ: Μεγάλος Διδάσκαλος το 1870· δολοφονήθηκε και θεωρείται μασονικός μάρτυρας.

Νικολάς Δομίνγκεθ Κοουάν: Πρότεινε κηδεία με τιμές για τον Πουέντε.

Εντουάρντο Γκόντουιν: Διέσωσε το καταστατικό της στοάς κατά την επίθεση του 1870· υπάλληλος του τελωνείου.

Κατά τη διοίκηση του Κυβερνήτη Μιγκέλ Τακόν, η μασονική δραστηριότητα σχεδόν εξαλείφθηκε, με αυστηρούς νόμους που τιμωρούσαν κάθε σχέση με μυστικές εταιρείες.

Παρά τα εμπόδια, η Μασονία άρχισε να αναδιοργανώνεται προσεκτικά τη δεκαετία του 1840 και του 1850.

Το 1849 ιδρύθηκε Μεγάλη Στοά, αν και οι συναντήσεις παρέμεναν διακριτικές για να αποφευχθούν οι αστυνομικές επιδρομές.

Επισήμως, μεταξύ 1830 και 1857, δεν λειτουργούσαν ούτε κανονικές ούτε άτακτες μασονικές οργανώσεις στην Κούβα που να μην ήταν πλήρως υπόγειες.

Παρά την ταυτόχρονη άνοδο φιλελεύθερων κινημάτων στην Ισπανία, η Μασονία παρέμενε υπό ποινική δίωξη.

Υπό τη βασιλεία του Φερδινάνδου Ζ΄, η πρακτική της Μασονίας ορίστηκε νομικά ως έγκλημα, οδηγώντας στην καταστολή της τόσο στη μητρόπολη της Ισπανίας όσο και στις αποικίες της.

Αν και οι εντάσεις μειώθηκαν με την πάροδο του χρόνου —ιδιαίτερα μετά το Βασιλικό Διάταγμα της 23ης Απριλίου 1834, που εξέδωσε η μετριοπαθής φιλελεύθερη κυβέρνηση του Φρανθίσκο Μαρτίνεθ δε λα Ρόσα, μειώνοντας τις ποινές για μασονικές δραστηριότητες— ο Ποινικός Κώδικας εξακολουθούσε να χαρακτηρίζει τη Μασονία ως ποινικό αδίκημα.

Παρ’ όλα αυτά, μεμονωμένοι Μασόνοι διατηρούσαν ενεργή παρουσία στο νησί καθ’ όλη αυτή την περίοδο.

Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν η συμμετοχή Κουβανών σε ξένες μασονικές οργανώσεις, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Μεξικό και τη Γαλλία.

Ταυτόχρονα, αρκετές μυστικές εταιρείες λειτουργούσαν στην Κούβα με πολιτικούς στόχους που επικεντρώνονταν στην απομάκρυνση του νησιού από την Ισπανία.

Αυτές οι ομάδες συχνά υιοθετούσαν μασονικές δομές και τελετές μύησης, γεγονός που οδήγησε σε συχνή —αλλά εσφαλμένη— ταύτιση με τη Μασονία.

Ορισμένες από αυτές υποστήριζαν την πλήρη ανεξαρτησία, ενώ άλλες προωθούσαν την προσάρτηση της Κούβας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μεταξύ των πολιτικά προσανατολισμένων μυστικών εταιρειών ξεχώριζαν η Εταιρεία Απελευθέρωσης του Πορ-ο-Πρενς, η Τάξη του Μοναχικού Αστέρα και η Ένωση, η τελευταία υποστηρίζοντας ρητά την προσάρτηση.

Αυτές οι οργανώσεις αυτοαποκαλούνταν συχνά «στοές» λόγω των πρακτικών μύησης και της εσωτερικής τους οργάνωσης, ενώ ορισμένες χρησιμοποιούσαν τόσο μασονική ορολογία όσο και φιλοαποσχιστική ρητορική.

Ωστόσο, δεν συμμορφώνονταν με τα πρότυπα της μασονικής κανονικότητας ούτε τηρούσαν τα συνταγματικά πρότυπα που είχαν θεσπίσει οι παραδοσιακές μασονικές Αρχές.

Μεταξύ 1848 και 1855, κατά την κορύφωση του κινήματος προσάρτησης, ο αριθμός των συνωμοτικών ομάδων αυξήθηκε.

Πολλές από αυτές υιοθετούσαν μορφές παρόμοιες με τη Μασονία, αντανακλώντας την επιρροή της Μασονίας στον πολιτικό ακτιβισμό.

Κατά την περίοδο αυτή, ήταν εμφανής η έντονη βορειοαμερικανική επιρροή, η οποία διαμόρφωσε τη σκέψη ορισμένων Μασόνων στο νησί.

Το φαινόμενο αυτό συνέβη στο ευρύτερο πλαίσιο της κατακερματισμένης και κρίσιμης κουβανικής εθνικιστικής συνείδησης.

Το πολιτικό τοπίο άλλαξε μετά τη νίκη της Φιλελεύθερης Ένωσης της Ισπανίας το 1855, οι ηγέτες της οποίας —όπως οι Στρατηγοί Λεοπόλντο Ο’Ντόνελ ι Χόρις, Χοσέ Γκουτιέρες δε λα Κόντσα ι Ιριγκόγιεν, Ντομίνγο Ντούλθε ι Γκαράι και Φρανθίσκο Σεράνο ι Κουένκα Γκεβάρα Ντομίνγκεθ— είχαν στενούς δεσμούς με την αποικιακή ελίτ της Κούβας και υπηρέτησαν ως Γενικοί Κυβερνήτες του νησιού.

Αυτή η ευθυγράμμιση επέτρεψε την ανάπτυξη ενός μεταρρυθμιστικού κινήματος στην Κούβα και άνοιξε νέες δυνατότητες για την ελευθερία του Τύπου, καθώς και περιορισμένη πολιτική και κοινωνική φιλελευθεροποίηση.

Το 1868, εν μέσω αυξανόμενης κοινωνικοπολιτικής αναταραχής στην αποικιακή Κούβα, ο Χοσέ Μαρία Ορβερά ι Καρριόν, προσωρινός Κυβερνήτης της Αρχιεπισκοπής της Κούβας και καθολικός ιερέας, εξέδωσε εγκύκλιο που καταδίκαζε με σφοδρότητα τη Μασονία.

Στην δημόσια αυτή δήλωση, ο Ορβερά ι Καρριόν ισχυρίστηκε ότι οι μασονικές δραστηριότητες αποσκοπούσαν στην υπονόμευση της καθολικής πίστης και της ηθικής τάξης εντός της εκκλησιαστικής του δικαιοδοσίας.

Χαρακτήρισε τη Μασονία ως εγγενώς ανατρεπτική και ιερόσυλη, επικαλούμενος τη μυστικότητα των χώρων συνάντησης των στοών και την επίσημη, σχεδόν θρησκευτική ατμόσφαιρα των μασονικών τελετών ως αποδείξεις της απόκλισης από την αποδεκτή θρησκευτική πρακτική.

Για να στηρίξει την καταγγελία του, ο Ορβερά ι Καρριόν παρέπεμψε σε μια σειρά από παπικές βούλες και διατάγματα κατά της Μασονίας, ξεκινώντας από την «In Eminenti Apostolatus Specula» του Πάπα Κλήμη ΙΒ΄ και συνεχίζοντας μέχρι την παποσύνη του Πάπα Πίου Θ΄, συμπεριλαμβανομένης της καταδίκης των μυστικών εταιρειών το 1865.

Η εγκύκλιος καλούσε τους Καθολικούς να απορρίψουν τη Μασονία και ζητούσε από τις πολιτικές Αρχές να εξετάσουν την απαγόρευσή της, παρουσιάζοντας την αδελφότητα ως απειλή τόσο για την Εκκλησία όσο και για το κράτος.

Απαντώντας στην εκκλησιαστική καταγγελία, ο Μαξιμιλιάνο Γαλάν, κορυφαίος Κουβανός Μασόνος, δημοσίευσε μια εκτενή ανταπάντηση υπερασπιζόμενος τις ηθικές και πνευματικές αξίες της αδελφότητας.

Ο Γαλάν υποστήριξε ότι η Μασονία αποσκοπεί στην προώθηση της ηθικής διδασκαλίας και της αδελφικής αλληλεγγύης σύμφωνα με τις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού.

Τόνισε την μασονική φιλοδοξία να δημιουργήσει μια παγκόσμια κοινότητα βασισμένη στη φιλία και την αδελφοσύνη, σύμφωνα με το ιδανικό της μετατροπής της ανθρωπότητας σε μια ενιαία, αρμονική οικογένεια.

Ο Γαλάν υποστήριξε ότι πολλές από τις κριτικές που απευθύνονταν στη Μασονία είχαν ιστορικά απευθυνθεί στους πρώτους Χριστιανούς, υποδηλώνοντας μια παράλληλη μεταξύ της άδικης δίωξης και των δύο ομάδων.

Επικρίνε περαιτέρω τον Ορβερά ι Καρριόν για την επέκταση των κατηγοριών του πέρα από την αδελφότητα, συμπεριλαμβανομένων των οικογενειών των μελών της, υποστηρίζοντας ότι η μασονική ηθική και η πίστη σε ένα Υπέρτατο Ον ήταν θεμελιώδεις για τη μύηση.

Εκφράζοντας τη λύπη του εάν η απάντησή του προκαλούσε προσβολή, ο Γαλάν επανέλαβε ότι η Μασονία, σύμφωνα με τις χριστιανικές αρχές, δεν έτρεφε μίσος—ούτε καν προς τους επικριτές της.

Ακόμη και μετά την εκθρόνιση της Βασίλισσας Ισαβέλλας Β΄ το 1868 και την χαλάρωση των μασονικών περιορισμών στην Ισπανία, οι απαγορεύσεις συνέχισαν να εφαρμόζονται στην Κούβα για αρκετά ακόμη χρόνια.

Ενώ ορισμένοι αποικιακοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητών, ήταν οι ίδιοι Μασόνοι και ανέχονταν περιοδικά την Τέχνη, οι Κουβανοί Μασόνοι συνήθως λειτουργούσαν κρυφά.

Για να αποφύγουν τη δίωξη, τα μέλη χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα ή «μασονικά ονόματα», και τα επίσημα αρχεία των στοών συχνά αντικαθιστούσαν τα πραγματικά ονόματα με ψευδώνυμα για να προστατεύσουν τα μέλη από την ανίχνευση.

Μεγάλη Στοά του Κολόν και Μεγάλη Ανατολή του Κολόν

Το 1857, ιδρύθηκαν οι δύο πρώτες στοές στην Σαντιάγο δε Κούβα: η «Φρατερνιδάδ 1» και η «Προυδένσια 2».

Στόχος τους ήταν η ανασύσταση του Τεκτονισμού στο νησί.

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες στοές, που είχαν έντονο βορειοαμερικανικό προσανατολισμό, αυτές οι νέες οργανώσεις στράφηκαν προς τις ισπανικές παραδόσεις και επιδίωξαν τη σύνδεσή τους με τον «Γκραν Οριέντε [Μεγάλη Ανατολή] Ισπέρικο Ρεφορμάδο δε Εσπάνια».

Ωστόσο, ο εν λόγω φορέας δεν υπήρχε πλέον εκείνη την περίοδο, γεγονός που απέτρεψε την υλοποίηση αυτής της σύνδεσης.

Εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε κεντρική τεκτονική Αρχή στην Ισπανία.

Η «Γκραν Οριέντε Νασιονάλ δε Εσπάνια» ιδρύθηκε έξι χρόνια μετά την ίδρυση των κουβανικών στοών.

Με δεδομένη την επιθυμία για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Μεγάλης Στοάς στην Κούβα, αυτά τα πρώιμα τεκτονικά ιδρύματα στην Κούβα επικοινώνησαν με τον Άλμπερτ Γκ. Μάκεϊ και τον Άλμπερτ Πάικ, ο οποίος ήταν τότε Ύπατος Μεγάλος Ταξιάρχης της Νότιας Δικαιοδοσίας του Σκωτικού Τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Αντρές Κασάρ και η Μεγάλη Στοά του Κολόν

Παρά την αυστηρή διακυβέρνηση της Κούβας από τον Ισπανό στρατηγό Χοσέ δε λα Κόνχα κατά τη δεκαετία του 1850, ο Τεκτονισμός άρχισε να αναβιώνει το 1859, χάρη κυρίως στην αποφασιστικότητα ενός άνδρα: του Αντρές Κασάρ.

Στις 26 Μαρτίου 1859, ο Αντρές Κασάρ, Κουβανός γαλλικής καταγωγής που διέμενε στη Νέα Υόρκη, έλαβε εξουσιοδότηση από τους Πάικ και Μάκεϊ για να δημιουργήσει τα ανώτερα τεκτονικά αξιώματα, βαθμούς και σώματα του Σκωτικού Τύπου στην Κούβα.

Τον Δεκέμβριο του 1859, ο Ζαν Πιερ Α. Κασάρ έφτασε στο Σαντιάγο δε Κούβα από τη Νέα Υόρκη.

Ο Κασάρ ζούσε εξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείες λόγω των επαναστατικών του δραστηριοτήτων, ενώ η ισπανική κυβέρνηση είχε εκδώσει ένταλμα εκτέλεσής του.

Για τον λόγο αυτό, αποφάσισε να μην αποβιβαστεί από το πλοίο του, μετατρέποντάς το σε πλωτό τεκτονικό ναό.

Έφερε μαζί του την έγκριση της κύριας τεκτονικής Αρχής στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας και μάλιστα τύπωσε υλικό στα Ισπανικά για να διδάξει και να οργανώσει τους Κουβανούς Τέκτονες.

Παρόλο που το Ύπατο Συμβούλιο που ίδρυσε έλαβε αναγνώριση από τη Νότια Δικαιοδοσία των ΗΠΑ, η ύπαρξή του, όπως και άλλων τεκτονικών σωμάτων στην Κούβα, παρέμενε τεχνικά παράνομη βάσει του ισπανικού νόμου.

Στις 27 Δεκεμβρίου, ενώ βρισκόταν ακόμη στο πλοίο, ίδρυσε το Ύπατο Συμβούλιο του 33ου Βαθμού για την Κούβα και τις Ισπανικές Αντίλλες.

Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα έγγραφα υποδεικνύουν ότι ο Τεκτονισμός του Κολόν σχεδιάστηκε από την αρχή να έχει δικαιοδοσία όχι μόνο στην Κούβα, τη μεγαλύτερη από τις Αντίλλες, αλλά και στο Πουέρτο Ρίκο και πιθανώς στον Άγιο Δομίνικο, επεκτείνοντας έτσι την επιρροή του στις ισπανόφωνες Αντίλλες.

Κατά την άφιξή του, ο Κασάρ βρήκε δύο τεκτονικές στοές να λειτουργούν ήδη: την Προυντένσια στο Ματάνσας (αν και χωρίς επίσημη αναγνώριση) και τη Φρατερνιδάδ.

Αυτές ήταν οι μόνες στοές που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επανίδρυση του Τεκτονισμού στην Κούβα.

Για να σχηματιστεί επίσημα μια Μεγάλη Στοά, χρειαζόταν τουλάχιστον μία ακόμη.

Έτσι, το 1859, Κουβανοί Τέκτονες που ζούσαν εξόριστοι στη Νέα Υόρκη συνεργάστηκαν με μέλη της Φρατερνιδάδ και έλαβαν άδεια από τη Νότια Καρολίνα για να ιδρύσουν μια νέα στοά, τη Σαν Αντρές, η οποία έως τον Νοέμβριο του 1859 έγινε η Στοά Νο 3.

Η Μεγάλη Στοά που δημιούργησαν στις 5 Δεκεμβρίου ονομάστηκε Μεγάλη Στοά του Κολόν.

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά του Τεκτονισμού του Κολόν ήταν η ιδεολογική του κατεύθυνση.

Παρά το γεγονός ότι είχε λάβει διπλώματα ίδρυσης από βορειοαμερικανικά τεκτονικά σώματα, η κατεύθυνση και ο ακτιβισμός του συνδέονταν περισσότερο με αυτό που έγινε γνωστό ως Λατινικός Τεκτονισμός.

Αυτό το ρεύμα του Τεκτονισμού χαρακτηρίζεται από την απομάκρυνση από τις προτεσταντικές, μυστικιστικές και ελιτιστικές παραδόσεις του αγγλοσαξονικού Τεκτονισμού, ενσωματώνοντας μια έντονη ισπανική πολιτιστική και ιδεολογική επιρροή.

Για τον λόγο αυτό, ο θεσμός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτικά ενεργός ενάντια στο υπάρχον αποικιακό καθεστώς.

Αυτή η απολιτική στάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στο προφίλ των ατόμων που ηγήθηκαν αυτών των τεκτονικών σωμάτων στα πρώτα τους στάδια.

Παρόλο που τα δύο τεκτονικά σώματα –η Μεγάλη Στοά και το Ύπατο Συμβούλιο– ιδρύθηκαν επισήμως για να διοικούν διαφορετικούς βαθμούς του Τεκτονισμού του Κολόν, οι ακανόνιστες συνθήκες γύρω από την ίδρυση του Υπάτου Συμβουλίου προκάλεσαν άμεσα μια σημαντική αντιπαλότητα για τη δικαιοδοσία και την εξουσία μεταξύ αυτού και της ηγεσίας της Μεγάλης Στοάς.

Ο πρώτος Ύπατος Μεγάλος Ταξιάρχης του Υπάτου Συμβουλίου ήταν ο Αντόνιο Βινέντ ι Γκόλα, ένας Ισπανός έμπορος, μεγάλος γαιοκτήμονας και ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στην ανατολική Κούβα.

Κατείχε τον τίτλο του Μαρκήσιου του Παλομάρες ντελ Ρίο, που του απονεμήθηκε για τις υπηρεσίες του ενάντια στο κουβανικό κίνημα ανεξαρτησίας.

Παρομοίως, ο πρώτος Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς του Κολόν ήταν ο Φρανσίσκο δε Γκρινιάν, ένας άλλος επιφανής γαιοκτήμονας από την ανατολική Κούβα, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στην καταστολή των προσπαθειών για ανεξαρτησία.

Παρά την προοδευτικότητα του Τεκτονισμού του Κολόν ως προς τη μορφή, η υπακοή τηρούσε αυστηρή πολιτική φυλετικής αποκλειστικότητας, απαγορεύοντας τη μύηση έγχρωμων ανδρών.

Το Ύπατο Συμβούλιο και η Μεγάλη Στοά του χαρακτηρίζονταν από εξαιρετικά ρατσιστική φύση: το καταστατικό τους βασιζόταν στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, και η ηγεσία τους αποτελούνταν από ελίτ Κριόλους γαιοκτήμονες της τάξης των φυτειών.

Το 1860 και το 1861, ιδρύθηκαν περισσότερες στοές σε όλη την Κούβα, όπως οι Ρεσταουρασιόν, Αμόρ Φρατερνάλ, Σεγούντα Προυντένσια και Δισίπουλος δε Σαλομόν. Μια στοά, η Φε Μασονίκα (Τεκτονική Πίστη), δημιουργήθηκε το 1862 στην Αβάνα από μέλη της Αμόρ Φρατερνάλ, αν και αντιμετώπισε κάποιες αντιδράσεις.

Ο Βισέντε ντε Κάστρο και η Μεγάλη Ανατολή της Κούβας και των Αντιλλών

Οι Κουβανοί ιστορικοί και οι μελετητές του Τεκτονισμού που εξετάζουν αυτή την περίοδο της ιστορίας εμφανίζονται συχνά προβληματισμένοι από τις ενέργειες του Άλμπερτ Πάικ, καθώς αυτές φαίνονται αντιφατικές και εξακολουθούν να μελετώνται ενδελεχώς.

Παρά το γεγονός ότι ο Κασάρ είχε ήδη εγκατασταθεί στην Κούβα, ο Άλμπερτ Πάικ εξουσιοδότησε έναν άλλο Τέκτονα, τον Βισέντε Αντόνιο ντε Κάστρο, να επιλύσει τυχόν «προβλήματα» που μπορεί να προέκυψαν από τον τρόπο που ο Κασάρ οργάνωσε τον Τεκτονισμό στην Κούβα.

Ο Βισέντε ντε Κάστρο ήταν Κουβανός που ζούσε εξόριστος στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Το 1861, μετά από πολιτική αμνηστία που εξέδωσε η ισπανική αποικιακή κυβέρνηση, ο ντε Κάστρο επέστρεψε στην Κούβα.

Ιατρός και διανοούμενος του Διαφωτισμού, είχε κανονικοποιήσει τους τεκτονικούς του βαθμούς υπό την καθοδήγηση του Άλμπερτ Πάικ κατά την εξορία του.

Επιστρέφοντας στο Σαντιάγο ντε Κούβα, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα τεκτονικό κατεστημένο που κυριαρχούνταν από αποικιακά συμφέροντα και γρήγορα απογοητεύτηκε από τη δομή που είχε δημιουργήσει ο Κασάρ.

Αντί να συνεργαστεί με την υπάρχουσα Μεγάλη Στοά στο Σαντιάγο ντε Κούβα (Gran Oriente de Colón), ο ντε Κάστρο ίδρυσε το 1862 στην Αβάνα τη δική του ανταγωνιστική οργάνωση: το Ύπατο Συμβούλιο και τη Μεγάλη Ανατολή της Κούβας και των Αντιλλών (GOCA).

Παρόλο που δεν αναγνωρίστηκε επίσημα από όλους, η οργάνωση αυτή έλαβε υποστήριξη από ευρωπαϊκές τεκτονικές δυνάμεις και διαχωρίστηκε επίσημα από όλους, η οργάνωση αυτή έλαβε υποστήριξη από ευρωπαϊκές τεκτονικές Αρχές στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Σκωτία.

Σε αντίθεση με τον ανταγωνιστή του, το GOCA υιοθέτησε μια φιλελεύθερη, δημοκρατική και κοσμική φιλοσοφία, βασισμένη στις ιδέες του Διαφωτισμού.

Απέκλειε τη φυλετική διάκριση, τον πολιτικό συντηρητισμό και την αποικιοκρατική στάση του συστήματος του Κολόν και προώθησε μια ξεκάθαρα πατριωτική και μεταρρυθμιστική ατζέντα.

Οι τελετές του GOCA ήταν τεκτονικές στη μορφή, αλλά διαποτισμένες με πολιτικό περιεχόμενο, προάγοντας την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφοσύνη ως καθοδηγητικές αρχές.

Η ίδρυση του GOCA προκάλεσε έντονη αντίδραση τόσο από τον Κασάρ όσο και από τον Πάικ.

Στις 17 Νοεμβρίου 1865, ο Πάικ κατήγγειλε δημοσίως το GOCA σε επιστολή του, χαρακτηρίζοντάς το ως παράνομο σώμα και «κεντρικό κλαμπ Ιακωβίνων».

Το κατηγόρησε για ενασχόληση με πολιτικές συνωμοσίες αντί για νόμιμο τεκτονικό έργο και διέκοψε κάθε σχέση μαζί του.

Ωστόσο, ο ίδιος ο Πάικ δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την ειρωνεία: είχε υπηρετήσει ως ταξίαρχος της Συνομοσπονδίας (Αμερικανικός Νότος), υποστήριζε φανατικά την υπόθεσή τους και είχε επιστρέψει στις ΗΠΑ μόλις τρεις μήνες πριν από την εξορία του στον Καναδά, πριν συντάξει την επιστολή αυτή.

Για να αποκρύψει τις δραστηριότητές του τόσο από τον Πάικ όσο και από την ισπανική κυβέρνηση, ο ενωμένος τεκτονικός οργανισμός υιοθέτησε το συμβολικό όνομα Μεγάλη Ανατολή του Κολόν και απέφευγε προσεκτικά να αποκαλύψει τη φυσική τοποθεσία της διοικητικής του έδρας.

Ένα σύνταγμα που είχε δημοσιευθεί αρχικά στη Νάπολη το 1820 υιοθετήθηκε από τη Μεγάλη Ανατολή του Κολόν, ενσωματώνοντας ουσιαστικά το Ύπατο Συμβούλιο στη δομή του.

Το 1865, το σύνταγμα αυτό αντικαταστάθηκε από ένα νέο, που αναγνώριζε επίσημα τον Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη του Υπάτου Συμβουλίου ως κεντρική αρχή.

Μεταξύ 1862 και 1868, το GOCA επεκτάθηκε ραγδαία σε όλη την Κούβα, ιδρύοντας περίπου 20 στοές.

Πολλές από αυτές τις στοές είτε δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα είτε αποσκίρτησαν από την υπακοή του Κολόν λόγω δυσαρέσκειας με την ελιτίστικη και αποικιοκρατική του κατεύθυνση.

Η βασική διαίρεση μεταξύ των δύο υπακοών ήταν πολιτική: ο Τεκτονισμός του Κολόν παρέμενε πιστός στο ισπανικό αποικιακό καθεστώς, ενώ το GOCA ευθυγραμμιζόταν όλο και περισσότερο με τα κουβανικά εθνικιστικά και δημοκρατικά ιδανικά.

Το GOCA άντλησε έμπνευση από τις φιλελεύθερες παραδόσεις του λατινοαμερικανικού Τεκτονισμού και τις επαναστατικές αρχές του γαλλικού Διαφωτισμού.

Τα μέλη του υιοθέτησαν το σύνθημα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη» και οι στοές του έγιναν κέντρα πολιτικού διαλόγου, πατριωτικής εκπαίδευσης και ανατρεπτικού σχεδιασμού.

Το GOCA προώθησε επίσης την κοινωνική ένταξη, αντιτιθέμενο στη φυλετική απομόνωση που ασκούσε ο Τεκτονισμός του Κολόν και αγκαλιάζοντας τη διευρυμένη κοινωνική συμμετοχή.

Διαμάχες Δικαιοδοσίας στη Μασονία της Κούβας τον 19ο Αιώνα

Κατά τα μέσα έως τα τέλη του 19ου αιώνα, η Μασονία στην Κούβα χαρακτηριζόταν από διαμάχες δικαιοδοσίας, κυβερνητική καταστολή και προσπάθειες για οργανωτική ενοποίηση.

Παρά τη σχέση που διατηρούσε η Μεγάλη Στοά του Κολόν με το Ύπατο Συμβούλιο του 33ου Βαθμού μέσω του Κέντρου της Μεγάλης Ανατολής του Κολόν, σύντομα αναπτύχθηκαν εντάσεις μεταξύ των δύο φορέων.

Η μεγαλύτερη διαμάχη στη Μασονία της Κούβας εκείνη την εποχή αφορούσε το ζήτημα της δουλείας, το οποίο συνέπεσε χρονικά με τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.

Οι μασονικές οργανώσεις που συντάσσονταν με τις ισπανικές Μεγάλες Στοές ή τις Μεγάλες Στοές των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ είχαν απαγορεύσει ρητά τη συμμετοχή μαύρων ανδρών.

Ωστόσο, μέλη άλλων μασονικών οργανώσεων στην Κούβα ήταν ένθερμα υπέρ της κατάργησης της δουλείας και της επανάστασης.

Για παράδειγμα, ο Φρανσίσκο Βισέντε Αγκιλέρα, μετά την απελευθέρωση των δούλων που κληρονόμησε από τον θάνατο του πατέρα του, τους μύησε αμέσως στη Μασονία.

Άλλα μέλη του επαναστατικού κινήματος στην Κούβα προχώρησαν επίσης στη μύηση μαύρων ανδρών, ενώ ορισμένοι από τους υψηλόβαθμους Μαμπί ήταν μαύροι στρατηγοί.

Το 1867, υπό την ηγεσία του Μεγάλου Διδασκάλου Αντρές Πουέντε, η Μεγάλη Στοά του Κολόν στο Σαντιάγο της Κούβας κήρυξε την ανεξαρτησία της από το Ύπατο Συμβούλιο.

Η Μεγάλη Στοά υιοθέτησε νέο σύνταγμα, δηλώνοντας ότι είχε αποκλειστική εξουσία επί των θεμελιωδών στοών [τρεις πρώτους βαθμούς], γνωστών ως «μπλε στοές» – «κυανούς τεκτονισμός», ενώ το Ύπατο Συμβούλιο μπορούσε να εποπτεύει μόνο τους ανώτερους βαθμούς (4-33) της Μασονίας.

Αυτή η κατανομή εξουσιών υποστηρίχθηκε δημοσίως από τον Άλμπερτ Πάικ.

Υψηλόβαθμοι Μασόνοι προσπάθησαν να ελέγξουν τις μπλε στοές, κάτι που δεν έγινε αποδεκτό από τα τακτικά μέλη.

Παράλληλα, η ίδρυση νέων στοών χωρίς την κατάλληλη άδεια ενίσχυσε τη σύγχυση.

Η γεωγραφική απομόνωση του Σαντιάγο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Αβάνα αποτελούσε το πολιτικό και επικοινωνιακό κέντρο, ενίσχυσε τις εντάσεις.

Ωστόσο, το 1868, το Ύπατο Συμβούλιο απέρριψε το νέο σύνταγμα και έκλεισε μονομερώς τη Μεγάλη Στοά του Κολόν, διεκδικώντας πλήρη έλεγχο όλων των μασονικών υποθέσεων.

Εσωτερικές συγκρούσεις είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται, καθώς υψηλόβαθμοι Μασόνοι από το Ύπατο Συμβούλιο επιχειρούσαν να κυριαρχήσουν στις μπλε στοές, ενώ νέες στοές ιδρύονταν χωρίς εξουσιοδότηση.

Η γεωγραφική απόσταση μεταξύ του Σαντιάγο, του παραδοσιακού προπυργίου της Μασονίας, και της Αβάνας, της αποικιακής πρωτεύουσας με καλύτερες συνδέσεις, επιδείνωνε τις εντάσεις.

Ενώ ο Ύπατος Μεγάλος Ταξιάρχης του Υπάτου Συμβουλίου είχε εξουσία επί του Κέντρου της Μεγάλης Ανατολής λόγω της θέσης του, ο Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς εκλεγόταν ξεχωριστά.

Η Μεγάλη Στοά εξέδιδε άδειες για νέες στοές, αλλά αυτές έπρεπε να επιβεβαιώνονται από το Ύπατο Συμβούλιο.

Το 1867, η Μεγάλη Στοά εξέδωσε το δικό της σύνταγμα, διεκδικώντας αποκλειστικό δικαίωμα ρύθμισης της Μασονίας των μπλε στοών, δικαίωμα που αμφισβητήθηκε από το Ύπατο Συμβούλιο.

Η Μεγάλη Στοά ανέστειλε αυτό το σύνταγμα τον Σεπτέμβριο του 1868, εν αναμονή συνάντησης με τη Μεγάλη Ανατολή που είχε προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο.

Ωστόσο, ο Δεκαετής Πόλεμος ξέσπασε τον Οκτώβριο του 1868, ματαιώνοντας τη συνάντηση.

Τον Μάρτιο του 1868, ορισμένες στοές πιστές στον Ντε Κάστρο στην Αβάνα ίδρυσαν τη Μεγάλη Στοά της Αβάνας.

Ωστόσο, αυτός ο φορέας είχε εξαιρετικά βραχύβια διάρκεια, καταρρέοντας στις 10 Οκτωβρίου 1868, την ημέρα της «Κραυγής της Γιάρα».

Μετά από αυτό, η μόνη επίσημα αναγνωρισμένη στοά ήταν η Μεγάλη Στοά του Κολόν, ενώ η GOCA παρέμενε ενεργή, αλλά δεν αναγνωριζόταν δημοσίως ως κανονική και ορθή.

Ο Δεκαετής Πόλεμος

Οι τελετές και οι λειτουργίες της GOCA εξέφραζαν με σαφήνεια τις ορθολογιστικές, εμπνευσμένες από τον Διαφωτισμό, φιλελεύθερες, δημοκρατικές, αντικληρικαλιστικές, κοσμικές και ντεϊστικές αξίες της.

Προωθούσαν τη διεθνή αλληλεγγύη, την υπεράσπιση της κοσμικής εκπαίδευσης και, πάνω απ’ όλα, ένα πατριωτικό ήθος.

Το επίσημο μότο τους ήταν η επαναστατική γαλλική τριάδα – Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη – που υιοθετήθηκε από τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας το 1848.

Το πιο καθοριστικό χαρακτηριστικό της GOCA ήταν η διάδοση ενός πατριωτικού οράματος, ριζωμένου στον δημοκρατικό ρεπουμπλικανισμό, το οποίο θεωρούσε εφικτό μόνο μέσω της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουβανικού κράτους.

Πολλοί από όσους συμμετείχαν αργότερα στην εξέγερση για την ανεξαρτησία του 1868 είχαν μυηθεί στις στοές της.

Πράγματι, η βασική ομάδα που ξεκίνησε τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Κούβας αποτελούνταν από μέλη της GOCA.

Αντιθέτως, η ηγεσία της άλλης στοάς, της Μεγάλης Στοάς του Κολόν, όχι μόνο κράτησε αποστάσεις από κάθε συνωμοτική δραστηριότητα, αλλά δήλωσε δημοσίως την αντίθεσή της στο κίνημα για την ανεξαρτησία.

Αντίθετα, η GOCA, μέσω των πολιτικά ενεργών μελών της και των επαναστατών μυημένων της, αφοσιώθηκε ενεργά στην υπόθεση της κουβανικής ανεξαρτησίας.

Σχεδόν όλοι οι ηγέτες της κουβανικής επανάστασης που ανήκαν στον Τεκτονισμό στην Κούβα από εκείνο το σημείο ήταν συνδεδεμένοι με τη GOCA.

Ο Αμερικανός Τέκτονας Ρέι Ντένσλοου έγραψε:

«Το ένα πράγμα που ξεχωρίζει σε όλη την ιστορία του κουβανικού Τεκτονισμού είναι η δίωξη που υπέστησαν τα αδέλφια εξαιτίας των πεποιθήσεών τους.

»Έχουν διατυπωθεί κατηγορίες ότι αυτά τα αδέλφια “συνωμοτούσαν” εναντίον της κυβέρνησης.

»Δεν “συνωμοτούσαν” και πολλοί από τους Αμερικανούς αδελφούς μας εναντίον της αγγλικής κυβέρνησης στα πρώτα χρόνια της δικής μας χώρας;

»Τους καταδικάζουμε για αυτή τη “συνωμοσία”;

»Ο Ουάσινγκτον, ένας από τους κύριους συνωμότες, έγινε ο Πατέρας της πατρίδας μας, τιμώμενος και σεβαστός επειδή παρέμεινε πιστός σε ένα ιδανικό.

»Θα πρέπει να καταδικάσουμε αυτούς τους πρώιμους Κουβανούς πατριώτες που έκαναν το ίδιο; Δεν το νομίζουμε. Ούτε το νομίζει ο σημερινός Κουβανός πολίτης».

Ωστόσο, οι Κουβανοί ιστορικοί γράφουν με δριμύτητα για το Σκωτικό Τύπο και τον Άλμπερτ Πάικ, αναγνωρίζοντας ότι η GOCA ήταν μια ξεκάθαρα κουβανική οργάνωση, που δεν ελεγχόταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες και δεν χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο επεκτατισμού.

Η ερευνήτρια Χοσιάνα Αρόγιο γράφει για τον Τεκτονισμό στην Κούβα:

«Η τεκτονική επέκταση, δηλαδή ο ρόλος που έπαιξαν οι στοές του Σκωτικού Τυπικού των ΗΠΑ καθώς ίδρυαν αδελφές στοές σε όλη την Καραϊβική, έχει συνδεθεί από τον Ντομινίκ Σουσί με μια άμεση μορφή αυτοκρατορικής οικοδόμησης, ανοιχτή στις γλώσσες και τις επιρροές του “Προφανούς Πεπρωμένου” των ΗΠΑ.

»Οι ιστορίες της τεκτονικής επέκτασης αντικατοπτρίζουν μια μορφή παρέμβασης που μοιράζεται μορφές διεθνισμού, χαρακτηριστικές των τεκτονικών κωδίκων και συμμαχιών…

»Βλέπω αυτές τις τεκτονικές παρεμβάσεις ως μέρος μιας “μαλακότερης” αυτοκρατορικής διαμόρφωσης που συνδέεται με την εδαφική επέκταση ή τον πόλεμο».

Το 1867, ο Φρανσίσκο Βισέντε Αγκιλέρα υπηρέτησε ως προεδρεύων αξιωματικός της στοάς Εστρέγια Νο. 19 στο Μπαγιάμο, που ήταν συνδεδεμένη με τη GOCA.

Άλλα εξέχοντα μέλη αυτής της στοάς περιλάμβαναν τον Φρανσίσκο Μασέο Οσόριο, τον Περούτσο Φιγκερέδο και τον Τομάς Εστράδα Πάλμα.

Ο Αγκιλέρα προήδρευσε επίσης της Επαναστατικής Επιτροπής του Μπαγιάμο, η οποία είχε οργανωθεί για να προετοιμάσει μια εξέγερση με στόχο την ανεξαρτησία της Κούβας.

Τον Οκτώβριο του 1867, η Επιτροπή ανέθεσε στον Φιγκερέδο να ταξιδέψει στην Αβάνα για να ενημερώσει τον Βισέντε Αντόνιο ντε Κάστρο, την ανώτατη αρχή της GOCA, για τα επαναστατικά τους σχέδια.

Η GOCA προσέφερε την υποστήριξή της στους Τέκτονες της Επαρχίας Οριέντε.

Εν τω μεταξύ, ο Φρανσίσκο Χαβιέρ Σισνέρος, μέλος της στοάς Σαν Αντρές Νο. 9 υπό τη δικαιοδοσία της Μεγάλης Στοάς του Κολόν, ανέλαβε την προεδρία της Ρεπουμπλικανικής Επιτροπής της Αβάνας.

Η συνωμοσία κέρδιζε δυναμική. Στις 4 Αυγούστου 1868, πραγματοποιήθηκε η Σύμβαση του Τιρσάν στην έπαυλη Σαν Μιγκέλ στο Λας Τούνας για να καθοριστεί η ημερομηνία της εξέγερσης.

Στη συνάντηση παρευρέθηκαν δέκα Τέκτονες που εκπροσωπούσαν τις στοές Εστρέγια Τροπικάλ 19 του Μπαγιάμο, Τίνιμα 16 του Πουέρτο Πρίνσιπε και Μπουένα Φε Νο. 20 του Μανσανίγιο.

Αν και δεν ορίστηκε συγκεκριμένη ημερομηνία κατά τη διάρκεια της σύμβασης, συμφωνήθηκε να επανασυγκληθεί την 1η Σεπτεμβρίου.

Πλάκα που απεικονίζει την «Κραυγή της Γιάρα» στη βάση του μνημείου του επιφανούς Κουβανού Τέκτονα, Κάρλος Μανουέλ ντε Σεσπέδες, στο Πάρκο Σεσπέδες. Η Καμπάνα της Λα Ντεμαχάγουα απεικονίζεται να χτυπά στα αριστερά της εικόνας. Η Σημαία του Σεσπέδες, η πρώτη σημαία της Κούβας, απεικονίζεται να κυματίζει στα δεξιά.

Κραυγή της Γιάρα

Προβλέποντας πιθανή παρέμβαση από τις ισπανικές Αρχές, ο Κάρλος Μανουέλ δε Σέσπεδες, επικεφαλής της στοάς Μπουένα Φε (Καλή Πίστη), αποφάσισε να επισπεύσει το χρονοδιάγραμμα.

Η επαναστατική εξέγερση στη Λα Ντεμαχάγουα, γνωστή ως «Κραυγή της Γιάρα», υπό την ηγεσία του Κάρλος Μανουέλ δε Σέσπεδες, ξεκίνησε με τον ήχο της καμπάνας της Λα Ντεμαχάγουα—σήμερα εθνικό σύμβολο.

Ο Σέσπεδες απελευθέρωσε τους σκλάβους του και κήρυξε την έναρξη του Δεκαετούς Πολέμου, αναδεικνυόμενος στην πορεία σε πρώτο Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Κούβας εν Όπλοις και Αρχιστράτηγο του Κουβανικού Απελευθερωτικού Στρατού.

Η στιγμή αυτή σήμανε την απαρχή του ένοπλου αγώνα της Κούβας για ανεξαρτησία.

Ο Δεκαετής Πόλεμος της Κούβας αποτέλεσε σημείο καμπής για τον Τεκτονισμό.

Μια μοναδική στρατιωτική στοά, ονόματι Ιντεπενδέθια, λειτούργησε για σύντομο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Μεταξύ των μελών της ήταν προσωπικότητες όπως ο στρατηγός Ντονάτο Μάρμολ, ο οποίος κάποτε απελευθέρωσε έναν αιχμάλωτο Ισπανό αξιωματικό όταν αναγνώρισε τη τεκτονική του ιδιότητα.

Ο στρατηγός Μάξιμο Γκόμες, αν και αρχικά επέκρινε την πράξη, αργότερα εντάχθηκε στη στοά και αναδείχθηκε σε κορυφαία φυσιογνωμία του αγώνα για την ανεξαρτησία της Κούβας.

Μέχρι τις αρχές του 1869, ολόκληρη η τεκτονική δομή στην Κούβα είχε παραλύσει εξαιτίας του πολέμου, αλλά ταυτόχρονα είχε αναζωογονηθεί από αυτόν.

Η ομάδα του Ντε Κάστρο στην Αβάνα είχε διαλυθεί.

Η Μεγάλη Στοά του Κολόν στο Σαντιάγο είχε αναστείλει τη λειτουργία της.

Το Ύπατο Συμβούλιο, πλέον η μόνη εναπομείνασα αρχή, παρέμενε ανενεργό λόγω ασθενειών, απουσιών και της επιτήρησης από τις ισπανικές αποικιακές Αρχές. Ο ίδιος ο Ντε Κάστρο απεβίωσε τον Μάιο του ίδιου έτους.

Σύνταγμα Γκουαϊμάρο

Στις 10 Απριλίου 1869, κατά τη συνταγματική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Γκουαϊμάρο, σχεδόν όλοι οι σύνεδροι ήταν Τέκτονες.

Πρόεδρος της συνέλευσης ήταν ο Κάρλος Μανουέλ δε Σέσπεδες, ενώ οι Ιγνάσιο Αγραμόντε και Αντόνιο Ζαμπράνα, επίσης Τέκτονες, ανέλαβαν χρέη γραμματέων.

Ο Αγραμόντε ανέγνωσε δημοσίως το νέο σύνταγμα. Η συνέλευση αυτή καθιέρωσε τεκτονικές αρχές, όπως η Ελευθερία, η Ισότητα, η Αδελφοσύνη, η Δημοκρατία, η Κοσμικότητα και η Κοινωνική Δικαιοσύνη, ως θεμέλια της Δημοκρατίας της Κούβας εν Όπλοις.

Παρά τις αναταραχές, ο κουβανικός Τεκτονισμός άντεξε. Ωστόσο, μέχρι το 1870, ο αριθμός των ενεργών στοών είχε μειωθεί δραματικά, από περίπου 30 σε μόλις 7.

Τον ίδιο χρόνο, το Ύπατο Συμβούλιο επιχείρησε να επανακτήσει τη δυναμική του ιδρύοντας μια νέα «μητρική στοά» στην Αβάνα, αλλά η προσπάθεια απέτυχε.

Έτσι, το 1870 χαρακτηρίστηκε ως η χειρότερη χρονιά στην ιστορία του κουβανικού Τεκτονισμού.

Η Σφαγή του Σαν Χουάν ντε Γουίλσον

Παρά το γεγονός ότι η Μεγάλη Στοά του Κολόν διατηρούσε ουδέτερη στάση στον πόλεμο, είχε στενές σχέσεις με την ισπανική μοναρχία και οι περισσότεροι από τους ιδεολογικούς της προσανατολισμούς ήταν αντίθετοι στην ανεξαρτησία της Κούβας από την Ισπανία, παρέμενε μια τεκτονική στοά, και ο Τεκτονισμός ήταν ακόμη παράνομος.

Είναι ειρωνικό ότι αυτή η στοά, και όχι η GOCA, υπέστη μία από τις πιο βίαιες σφαγές από το ισπανικό αποικιακό στρατιωτικό καθεστώς κατά τη διάρκεια του πολέμου: τη σφαγή του Σαν Χουάν ντε Γουίλσον.

Το 1870, οι εντάσεις μεταξύ των ισπανικών αποικιακών Αρχών και της κουβανικής τεκτονικής κοινότητας κλιμακώθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του Χοσέ Αντρές Πουέντε Μπαντέλ, Μεγάλου Διδασκάλου της Μεγάλης Στοάς του Κολόν.

Η ισπανική κυβέρνηση κατηγόρησε την αδελφότητα ότι φιλοξενούσε μυστικά στοιχεία που συμπαθούσαν το κίνημα για την ανεξαρτησία της Κούβας, ιδιαίτερα στο Σαντιάγο ντε Κούβα, όπου ο Τεκτονισμός φερόταν να υποστήριζε αντάρτικες δραστηριότητες.

Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, τα κατασταλτικά μέτρα σχεδιάστηκαν στα τέλη Ιανουαρίου του 1870, κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου στον Ισπανικό Κύκλο του Σαντιάγο ντε Κούβα.

Η συνάντηση φέρεται να προεδρεύτηκε από έναν Ισπανό Καθολικό ιερέα ονόματι Λεκάντα και τον Κάρλος Γκονζάλες Μποέτ, αρχηγό άτακτων δυνάμεων που στάθμευαν στο Ελ Κόμπρε.

Στη συνάντηση αυτή, αποφασίστηκε —χωρίς νομική διαδικασία ή δικαιολογία— η σύλληψη και η άμεση εκτέλεση ατόμων που θεωρούνταν πολιτικά ή ιδεολογικά ύποπτοι.

Ο Γκονζάλες Μποέτ ανέλαβε προσωπικά αυτή την αποστολή. Τις επόμενες ημέρες, μεγάλος αριθμός κατοίκων του Σαντιάγο ντε Κούβα, πολλοί από τους οποίους ήταν Τέκτονες ή συνδεδεμένοι με φιλελεύθερες ιδέες, καταγγέλθηκαν και συνελήφθησαν.

Ενεργώντας βάσει αυτών των υποψιών, ο Ισπανός στρατιωτικός διοικητής Μποέτ συνέλαβε 14 μέλη της Στοάς Αδελφότητας Νο. 1 κατά τη διάρκεια μιας τακτικής συνάντησης.

Οι κρατούμενοι απομακρύνθηκαν από τις τοπικές φυλακές με άμεσες εντολές του Μποέτ και μεταφέρθηκαν στο ζαχαρόμυλο Σαν Χουάν ντε Γουίλσον, περίπου τρία λεύγες από την πόλη Ελ Κόμπρε.

Ο Μποέτ είχε μετατρέψει το μύλο σε προσωρινό στρατόπεδο. Ταυτόχρονα, συνελήφθησαν και αρκετοί κάτοικοι του Ελ Κόμπρε και μεταφέρθηκαν στον ίδιο χώρο.

Μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου, όλοι οι κρατούμενοι είχαν συγκεντρωθεί στο κτήμα του Σαν Χουάν ντε Γουίλσον. Σύμφωνα με τον επιζώντα Μπουεναβεντούρα Κρουζ, οι κρατούμενοι υπέστησαν απάνθρωπες συνθήκες:

«Υβρισμένοι με λόγια και έργα, καταπιεσμένοι και ταπεινωμένοι, οι άτακτοι του Μποέτ μας στοίβαξαν, δεμένους με βάρβαρους περιορισμούς, στους διαδρόμους του κτηρίου του μύλου.

»Εκεί κείτονταν στο πάτωμα, σαν ζώα καταδικασμένα σε σφαγή, χωρίς καν το δικαίωμα να αναπνεύσουμε, ποδοπατημένοι».

Από τις 13 έως τις 15 Φεβρουαρίου, ο Μποέτ προχώρησε σε βασανιστήρια και εκτελέσεις, παρά τις προσπάθειες παρέμβασης του συνταγματάρχη Εμίλιο Καλέχας, ο οποίος έφτασε με ιππικό και διαταγές να απελευθερώσει ορισμένους κρατουμένους.

Παρόλα αυτά, οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν.

Σύμφωνα με τον Κρουζ, ο αριθμός των θυμάτων θα ήταν μεγαλύτερος αν δεν υπήρχε ένα τελευταίο διάταγμα του Κυβερνήτη Οχέδα, ο οποίος διέταξε τον διευθυντή της φυλακής -υπό την απειλή θανάτου- να μην παραδώσει πολιτικούς κρατουμένους χωρίς την ρητή του εξουσιοδότηση.

Ο Πουέντε Μπαντέλ, ο οποίος είχε αντιταχθεί σε πρόταση της δημοτικής ένωσης του Σαντιάγο ντε Κούβα για τη διεξαγωγή δημόσιας συνδρομής υπέρ των παιδιών του Γκονζάλο ντε Καστανιόν, Ισπανού στρατιώτη και δημοσιογράφου, πιθανότατα θεωρήθηκε ανεύθυνος από τους αποικιακούς πιστούς. Τα τελευταία του λόγια υποδηλώνουν ότι αναγνώρισε την πράξη ως εκδίκηση: «Αυτή είναι η εκδίκηση για τον Καστανιόν».

Οι ακόλουθοι, που τάφηκαν στο νεκροταφείο Σάντα Ιφιχένια, μνημονεύονται ως οι «Μάρτυρες του Σαν Χουάν ντε Γουίλσον»:

Μπουεναβεντούρα Μπράβο
Δεσιδέριο Ετσαβαρία
Χοσέ Μαρία Μπράβο
Ντιέγο Παλάσιος
Χοσέ Αντρές Πουέντε Μπαντέλ
Ντιέγο Βιναχέρας
Κόσμε Μπαλντομέρο
Μπερνάρντο Καμπέζας
Χοακίν Σαντιεστέμπαν
Χουάν Φ. Πορτουόντο
Κάρλος Ντάμερι
Χουάν Φ. ντελ Πόζο
Μανουέλ Καμάτσο

Τελετή Μνήμης και Δημόσια Αντίδραση

Μετά την εκτέλεση των Τεκτόνων στο Σαν Χουάν ντε Γουίλσον, ο Νικολάς Ντομίνγκες Κοουάν, ενεργό μέλος της Στοάς Σαν Αντρές, που κάποτε ηγούνταν ο Πουέντε, πρότεινε τη διεξαγωγή μνημόσυνου προς τιμήν του.

Αν και η πρόταση εγκρίθηκε από τα μέλη της στοάς, προκάλεσε επίσης ανησυχίες λόγω των πολιτικών κινδύνων.

Η κηδεία ορίστηκε για τις 5 Μαρτίου 1870, στις 6.30 μ.μ., και ο σκοπός της έγινε σύντομα γνωστός στο ευρύτερο κοινό.

Το βράδυ της εκδήλωσης, περισσότεροι από 100 Τέκτονες συγκεντρώθηκαν στον ναό [κτίριο] της στοάς.

Ωστόσο, ένας μεγάλος και ολοένα πιο εχθρικός όχλος συγκεντρώθηκε έξω, φωνάζοντας αντι-τεκτονικά συνθήματα όπως «¡Mueran los conspiradores!» και «¡Muerte al Consejo Cubano!» («Θάνατος στους συνωμότες! Θάνατος στο Κουβανικό Συμβούλιο!»).

Όταν έφτασε η είδηση ότι ο όχλος προχωρούσε, ο Σεβάσμιος Διδάσκαλος απευθύνθηκε στους αδελφούς, προτρέποντάς τους σε ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, λέγοντας:

«Μην ανησυχείτε, αγαπητοί μου αδελφοί. Όποια κι αν είναι η μοίρα μας, πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με θάρρος. Πρέπει να σώσουμε τη χάρτα μας πάνω απ’ όλα».

Ενώ ορισμένα μέλη κατάφεραν να διαφύγουν, περισσότεροι από 40 άνδρες συνελήφθησαν από τις αποικιακές Αρχές.

Κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, οι Τέκτονες ομολόγησαν ανοιχτά τις σχέσεις τους και τους ρόλους τους στη στοά.

Ο αδελφός Έντουαρντ Γκόντουιν, υπάλληλος της αποικιακής τελωνειακής υπηρεσίας, κατάφερε να διαφύγει με τη χάρτα και να την ασφαλίσει στην κατοικία ενός αδελφού Τέκτονα, διατηρώντας τον νομικό και συμβολικό πυρήνα της ταυτότητας της στοάς.

Τελικά, ο Δήμαρχος του Σαντιάγο ντε Κούβα διέταξε την απελευθέρωσή τους, επικαλούμενος την απουσία νομικού καθεστώτος στον Ισπανικό Ποινικό Κώδικα που να ποινικοποιεί τον Τεκτονισμό. Μετά από τρεις ημέρες κράτησης, οι κρατούμενοι απελευθερώθηκαν.

Λίγο αργότερα, η επίσημη αποικιακή εφημερίδα δημοσίευσε διάταγμα που διέταζε την εκ νέου φυλάκιση των πρόσφατα απελευθερωμένων Τεκτόνων, επικαλούμενη την αποτυχία τους να καταβάλουν επαρκή χρηματική εγγύηση.

Επιδεικνύοντας αλληλεγγύη και τήρηση της νομικής τάξης, όλοι οι κρατούμενοι -συμπεριλαμβανομένων τριών που είχαν ήδη εγκαταλείψει την Κούβα- επέστρεψαν εθελοντικά στη φυλακή

Κατά τη διάρκεια της κράτησής τους το Πάσχα, οι αδελφοί συγκέντρωσαν από κοινού 1.632 δολάρια για την ανακαίνιση ενός κοντινού καθολικού παρεκκλησίου, προσφέροντας νέα έπιπλα, χαλί για τα στασίδια και τελετουργικά κηροπήγια.

Αυτή η πράξη κέρδισε τον θαυμασμό του ιερέα και του γιατρού της φυλακής, οι οποίοι στη συνέχεια πίεσαν τις αποικιακές Αρχές για την απελευθέρωση των Τεκτόνων.

Με την επιστροφή του Γενικού Κυβερνήτη στην Αβάνα, πείστηκε να εγκρίνει την απελευθέρωση των κρατουμένων με εγγύηση. Μετά από περίπου 100 ημέρες κράτησης, η ομάδα απελευθερώθηκε.

Δομικές Αλλαγές κατά τη Δεκαετή Πολέμο

Η σφαγή στο Σαν Χουάν ντε Ουίλσον άλλαξε τα πάντα: τα μέλη της Μεγάλης Στοάς του Κολόν είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί περισσότερο, ενώ τα μέλη της GOCA αναγνώρισαν τη κοινή τους θυσία.

Παρόλα αυτά, η μασονική εξουσία στο νησί παρέμενε κατακερματισμένη.

Τον ίδιο χρόνο, το Ύπατο Συμβούλιο ίδρυσε μια Επαρχιακή Μητρική Στοά στην Αβάνα, προκαλώντας διαμαρτυρίες από τη Μεγάλη Στοά.

Η άδεια για αυτή τη Μητρική Στοά αργότερα αποσύρθηκε, αν και η ευρύτερη διαμάχη μεταξύ της Μεγάλης Στοάς και του Υπάτου Συμβουλίου συνεχίστηκε.

Αδυνατώντας να επιτύχει την επιθυμητή ανεξαρτησία δράσης, η Μητρική Στοά διαλύθηκε στις 28 Αυγούστου 1874.

Ο Μεγάλος Διδάσκαλός της ήταν ο Ισπανός Σεβερίνo Φερνάντεθ Μόρα, γιατρός στην Υπηρεσία Υγείας του Ισπανικού Στρατού, ο οποίος, λόγω των δραστηριοτήτων και των ιδεών του, αναγκάστηκε από τις αποικιακές Αρχές να εγκαταλείψει το νησί «εντός 24 ωρών».

Το 1875, η Μεγάλη Στοά του Κολόν επανέλαβε τις δραστηριότητές της και κατέληξε σε μια σημαντική συμφωνία με το Ύπατο Συμβούλιο.

Η Μεγάλη Στοά θα είχε την αποκλειστική εποπτεία της Συμβολικής Μασονίας (κυανός τεκτονισμός, βαθμοί 1-3), ενώ το Ύπατο Συμβούλιο θα διαχειριζόταν τους ανώτερους βαθμούς [4-33].

Η συμφωνία αυτή επέτρεψε στον Τεκτονισμό να αναδιοργανωθεί και να αναπτυχθεί ξανά, αν και η σύγχυση παρέμενε.

Στις 23 Μαΐου 1875, ιδρύθηκε μια Δεύτερη Επαρχιακή Μητρική Στοά στην Αβάνα, με ευρύτερη υποστήριξη σε σχέση με την προκάτοχό της.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι δύο πρωτοβουλίες προήλθαν από μέλη που ήταν παλαιότερα ενεργά στη Μασονία της GOCA, καθώς και από φατρίες εντός της Στοάς του Κολόν, οι οποίες είχαν απόψεις διαφορετικές από αυτές της ηγεσίας της Μεγάλης Στοάς, που είχε την έδρα της στο Σαντιάγο ντε Κούβα.

Ένα από τα κύρια σημεία διαμάχης ήταν η θεωρούμενη αναποτελεσματικότητα της διατήρησης της κεντρικής Αρχής της κουβανικής Μασονίας μακριά από την Αβάνα, την πολιτική και οικονομική πρωτεύουσα της χώρας.

Συνέδριο της Λωζάννης

Το ίδιο έτος, το Ύπατο Συμβούλιο του Κολόν απέστειλε δύο εκπροσώπους, τον Δαβίδ Ελίας Πιέρ και τον Βενχαμίν Οδίο, στο Συνέδριο των Υπάτων Συμβουλίων του Σκωτικού Τύπου, που πραγματοποιήθηκε στη Λωζάννη της Ελβετίας.

Εκεί, οι Κουβανοί εκπρόσωποι υπέγραψαν το Σύμφωνο Συνομοσπονδίας των Υπάτων Τακτικών Συμβουλίων του Κόσμου.

Η εκδήλωση είχε ισχυρό αντίκτυπο στην Κούβα για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, η κουβανική αντιπροσωπεία έγινε δεκτή, ενώ η ισπανική απορρίφθηκε λόγω της αποδιοργάνωσης του ισπανικού Τεκτονισμού, που καθιστούσε αδύνατη την αναγνώριση ενός ενιαίου εκπροσωπευτικού φορέα χωρίς την αποκλεισμό άλλων.

Δεύτερον, το σύμφωνο καθιέρωσε νέες τεκτονικές Αρχές με μακροπρόθεσμες συνέπειες, ιδιαίτερα στον πολιτικό τομέα.

Παρόλο που ο Τεκτονισμός του Σκωτικού Τύπου παραδοσιακά αυτοπροσδιοριζόταν ως απολιτικός στην πράξη, στην πραγματικότητα δεν είχε παραμείνει ανεπηρέαστος από τις πολιτικές αναταράξεις της εποχής.

Μετά το Συνέδριο της Λωζάννης, ο Κουβανικός Τεκτονισμός υπέστη επαναπροσδιορισμό: υιοθέτησε έναν φιλανθρωπικό και αδελφικό χαρακτήρα, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και στην πρακτική του κοινωνική δέσμευση.

Μια αξιοσημείωτη αλλαγή ήταν η αντικατάσταση πολιτικά φορτισμένων συνθημάτων -όπως το γαλλικό επαναστατικό «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα»- με τις πιο ουδέτερες αρχές της Αδελφικής Αγάπης, Ανακούφισης και Αλήθειας, σύμφωνα με τις αγγλοαμερικανικές τεκτονικές παραδόσεις.

Αυτή η ιδεολογική μεταστροφή διατυπώθηκε ξεκάθαρα το 1875 από τον Φρανσίσκο ντε Πάουλα Ροντρίγες, έναν από τους πλέον επιδραστικούς Κουβανούς Τέκτονες του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Αναλογιζόμενος την αλλαγή, δήλωσε:

«Εξαιτίας αυτού του αλαζονικού λάθους να αποδίδουμε πολιτικό ρόλο στον Θεσμό, προκαλέσαμε συνεχείς απειλές και διώξεις εναντίον μας.

»Μάθαμε πολλά από αυτή την εμπειρία. Αντί για το “Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα”, ένα βαθιά πολιτικό σύνθημα, επιστρέψαμε στις αξίες που υποστηρίζονται στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες: “Αδελφική Αγάπη, Ανακούφιση και Αλήθεια”».

Αυτή η μεταστροφή δεν μείωσε τη κοινωνική σημασία του θεσμού.

Αντιθέτως, διευκόλυνε την επέκταση του Τεκτονισμού, προσελκύοντας άτομα που, αν και απρόθυμα να συνδεθούν με πολιτικό ακτιβισμό, υποστήριζαν πλήρως τα κοινωνικά του ιδανικά, τις πολιτιστικές του φιλοδοξίες και την φιλανθρωπική του αποστολή.

Ταυτόχρονα, η επιρροή της Βόρειας Αμερικής στον Κουβανικό Τεκτονισμό μειώθηκε, καθώς ο θεσμός διαμορφώθηκε όλο και περισσότερο από μια ισχυρή ισπανόφωνη πολιτιστική βάση και την ανάδυση ξεχωριστών κουβανικών πνευματικών παραδόσεων.

Το 1876, ο Αουρέλιο Αλμέιδα ι Γκονζάλεθ, εξέχων υποστηρικτής των ιδεών του Βιθέντε Αντόνιο ντε Κάστρο και θεωρούμενος ευρέως ως ο αρχιτέκτονας της οριστικής δομής και προβολής της Κουβανικής Μασονίας, ξεκίνησε μια μεταρρυθμιστική κίνηση που ορισμένοι μασονικοί ιστορικοί χαρακτήρισαν ως «πραξικόπημα» εναντίον της υπάρχουσας Μασονίας του Κολόν.

Εκείνη την εποχή, ο Αλμέιδα ήταν από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της Δεύτερης Επαρχιακής Μητρικής Στοάς της Αβάνας.

Ο Αλμέιδα πραγματοποίησε περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εξασφάλισε με επιτυχία την υποστήριξη σημαντικών μασονικών οργανώσεων της Βόρειας Αμερικής.

Στη συνέχεια, στάλθηκε τηλεγράφημα στην Αβάνα, και λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1876, η Επαρχιακή Μητρική Στοά ανακοίνωσε την αυτοδιάλυσή της.

Μόλις λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Αυγούστου, με μεγάλη επισημότητα, εκπρόσωποι από 13 στοές συγκεντρώθηκαν στην Αβάνα και ανακήρυξαν τη δημιουργία ενός νέου ανεξάρτητου μασονικού θεσμού: τη Μεγάλη Στοά της Νήσου της Κούβας, έναν οργανισμό που απέκλειε σκόπιμα τους ανώτερους βαθμούς του «Σκωτικού Τύπου».

Η εξέλιξη αυτή επανέφερε μια διττή δομή στην Κουβανική Μασονία, περιπλεκόμενη περαιτέρω από την ταυτόχρονη λειτουργία στοών που συνδέονταν με διάφορες ισπανικές μασονικές δομές.

Ο νέος οργανισμός που δημιουργήθηκε υπό την ηγεσία του Αλμέιδα ανέλαβε αμέσως μια συνολική αναδιοργάνωση των στοών και ξεκίνησε διπλωματικές προσπάθειες για τη δημιουργία αδελφικών σχέσεων με άλλες μασονικές δικαιοδοσίες στο εξωτερικό.

Οι προσπάθειες αυτές απέδωσαν γρήγορα καρπούς: η νέα Μεγάλη Στοά έλαβε επίσημη αναγνώριση όχι μόνο από τις Μεγάλες Στοές των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και από τον ισπανικό μασονικό οργανισμό υπό την ηγεσία του Πράξεδες Ματέο Σαγάστα.

Ουσιαστικά, ο θεσμός αυτός αποτελούσε μια αναδιοργάνωση της Μεγάλης Ανατολής της Κούβας και των Αντιλλών (GOCA), πλέον υπό ένα τακτικό μασονικό πλαίσιο, με νέο όνομα και αποστασιοποιημένος από άμεσες πολιτικές διασυνδέσεις και δραστηριότητες.

Ο οργανισμός αυτός αντιπροσώπευε, ουσιαστικά, μια επανασύσταση της πρώην Μεγάλης Ανατολής της Κούβας και των Αντιλλών, λειτουργώντας πλέον υπό νέο όνομα, με τακτικό μασονικό καθεστώς και χωρίς τις προηγούμενες εμφανείς πολιτικές διασυνδέσεις που τον χαρακτήριζαν.

Αντί να εμπλέκονται σε άμεση πολιτική δράση, και οι δύο θεσμοί άρχισαν να δίνουν έμφαση σε αξίες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης κουβανικής εθνικής ταυτότητας.

Αυτές περιλάμβαναν τη δέσμευση στην κοσμικότητα, την προώθηση της ελεύθερης πνευματικής έρευνας και την υπεράσπιση μιας ευρείας φιλελεύθερης παράδοσης, βασισμένης περισσότερο σε ιδεολογικές αρχές παρά σε πολιτική κομματικότητα.

Το ευρύτερο πολιτικό κλίμα της εποχής, διαμορφωμένο από την Ισπανική Αποκατάσταση και μια σειρά μερικών μεταρρυθμίσεων και ελευθεριών που αποσκοπούσαν στην ειρήνευση του νησιού μετά το τέλος του Δεκαετούς Πολέμου, παρείχε πρόσφορο έδαφος για αυτή την εξέλιξη.

Και οι δύο μασονικές κινήσεις -η Μασονία του Κολόν και η Μεγάλη Στοά της Νήσου της Κούβας και το Ύπατο Συμβούλιο του Κολόν υπέγραψαν στις 24 Νοεμβρίου 1876 τη Συνθήκη Ειρήνης και Φιλίας, η οποία θεμελιώθηκε στις αρχές του Παγκόσμιου Συμβουλίου και της Σύμβασης της Λωζάνης και έχει επικυρωθεί σε όλα τα μεταγενέστερα κουβανικά μασονικά συντάγματα και κώδικες.

Η συνθήκη αυτή σηματοδότησε μια σημαντική αναδιοργάνωση των εσωτερικών μασονικών δομών στην Κούβα, μειώνοντας αισθητά την επιρροή μυστικιστικών, αριστοκρατικών και αυταρχικών στοιχείων που προηγουμένως χαρακτήριζαν τμήματα του θεσμού.

Ως αποτέλεσμα, η σημασία που αποδιδόταν παραδοσιακά στους ανώτερους βαθμούς μειώθηκε σημαντικά.

Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, το Ύπατο Συμβούλιο του Κολόν αναγνώρισε επίσημα τη Μεγάλη Στοά ως την «τακτική, αρμόδια και κυρίαρχη» Αρχή για όλες τις στοές που ασκούν τους τρεις πρώτους μασονικούς ή συμβολικούς βαθμούς.

Αντιστοίχως, η Μεγάλη Στοά αναγνώρισε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Υπάτου Συμβουλίου στους ανώτερους βαθμούς, από τον τέταρτο έως τον 33ο.

Και οι δύο οργανισμοί έλαβαν πλήρη αυτονομία, λειτουργώντας ο καθένας με το δικό του σύνολο νόμων και κανονισμών, χωρίς υποταγή ο ένας στον άλλο.

Η συμφωνία αυτή θεωρείται ευρέως πρότυπο για την επίλυση θεσμικών συγκρούσεων εντός της Μασονίας και θεωρείται ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία για την προώθηση της ενότητας και της αδελφικής συνεργασίας μεταξύ των Κουβανών Μασόνων.

Μέχρι το τέλος του 1876, τρεις αντίπαλες Μεγάλες Στοές διεκδικούσαν τη νομιμότητα:

Η αρχική Μεγάλη Στοά του Κολόν στο Σαντιάγο ντε Κούβα.
Η Μεγάλη Στοά της Κούβας στην Αβάνα.
Η Μεγάλη Στοά του Κολόν στην Αβάνα.

Οι εσωτερικές συγκρούσεις εντός της Μεγάλης Στοάς του Κολόν συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1870, εκδηλούμενες κυρίως σε εντάσεις μεταξύ των στοών της δυτικής περιοχής του νησιού και της ηγεσίας με έδρα το Σαντιάγο ντε Κούβα.

Οι δυτικές στοές, με κύριο εκπρόσωπο τον Χοσέ Φερνάντες Πέγιον ι Καστεγιάνος, υποστήριζαν τη μεταφορά της έδρας της Μεγάλης Στοάς στην Αβάνα.

Ενεργώντας εκ μέρους 27 δυτικών στοών, ο Φερνάντες Πέγιον εξασφάλισε την έγκριση για αυτή τη μεταφορά, ενώ το Ύπατο Συμβούλιο παρέμεινε στο Σαντιάγο ντε Κούβα.

Δεδομένου ότι η Μεγάλη Στοά επέβλεπε τις συμβολικές στοές -που αποτελούσαν την πλειοψηφία των μασονικών εργαστηρίων στο νησί- η μεταφορά στην Αβάνα αντικατόπτριζε την αυξανόμενη συγκέντρωση της Κουβανικής Μασονίας στην πολιτική και οικονομική πρωτεύουσα.

Ωστόσο, ορισμένες ανατολικές στοές απέρριψαν τη μεταφορά και συνέχισαν να υποστηρίζουν την εξουσία της Μεγάλης Στοάς του Κολόν στο Σαντιάγο.

Στις 20 Ιουλίου 1877, ανακηρύχθηκε επίσημα μια νέα Μεγάλη Στοά του Κολόν στην Αβάνα.

Η ηγεσία της κυριαρχήθηκε από έναν συνασπισμό προσώπων που συντάχθηκαν με το φιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό κίνημα που κέρδιζε τότε εξέχουσα θέση στην κουβανική πολιτική ζωή.

Η ίδια παράταξη ίδρυσε το Φιλελεύθερο Κόμμα το 1878, το οποίο αργότερα υιοθέτησε το όνομα Αυτονομιστικό Κόμμα.

Παρά τις ιδεολογικές διαφορές, οι μασονικές στοές υπό αυτή τη δομή διευκόλυναν τη συνεργασία μεταξύ μεταρρυθμιστών και υποστηρικτών της πλήρους ανεξαρτησίας, ενωμένων στην ανησυχία τους για τη μεταμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό της αποικιακής Κούβας.

Ο Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς του Κολόν με έδρα την Αβάνα ήταν ο Αντόνιο Γκοβίν ι Τόρες, βασική φυσιογνωμία στο αναδυόμενο Αυτονομιστικό Κόμμα, όπου υπηρέτησε ως οργανωτής και γραμματέας.

Εν τω μεταξύ, η Μεγάλη Στοά της Νήσου της Κούβας, υπό την ηγεσία του Αουρέλιο Αλμέιδα ι Γκονζάλεθ, είχε επιτύχει μεγαλύτερη θεσμική σταθερότητα και συνοχή σε σύγκριση με την περιφερειακή της αντίπαλο.

Ο Αλμέιδα δημοσίευσε έναν ολοκληρωμένο Μασονικό Κώδικα -πρωτοφανή στην Κουβανική Μασονία- ο οποίος αργότερα αποτέλεσε πρότυπο για μασονικούς οργανισμούς στον ισπανόφωνο κόσμο.

Υπό την καθοδήγησή του, η Μεγάλη Στοά της Κούβας επέκτεινε την επιρροή της διεθνώς, εξουσιοδοτώντας την ίδρυση στοών στην Ισπανία.

Μεταξύ των πιο σημαντικών συνεισφορών του Αλμέιδα στη μασονική λογοτεχνία ήταν τα έργα El consultor del masón (Ο Σύμβουλος του Μασόνου) και Jurisprudencia masónica (Μασονική Νομολογία), τα οποία διαδόθηκαν ευρέως στους μασονικούς κύκλους της Λατινικής Αμερικής.

Στο El consultor del masón, ο Αλμέιδα συμπεριέλαβε τις λειτουργίες που είχε συνθέσει αρχικά ο Βιθέντε Αντόνιο ντε Κάστρο για τη Μεγάλη Ανατολή της Κούβας και των Αντιλλών, ενισχύοντας έτσι τη δογματική συνέχεια εντός της Κουβανικής Μασονίας, ενώ την προσαρμόζει στο εξελισσόμενο πολιτιστικό και πολιτικό πλαίσιο.

Συμπέρασμα του Δεκαετούς Πολέμου και η δημιουργία της Ενωμένης Μεγάλης Στοάς του Κολόν και της Νήσου Κούβας

Το 1878, η λήξη του Δεκαετούς Πολέμου συνέπεσε με την εμφάνιση επίσημων πολιτικών οργανώσεων στην Κούβα.

Την ίδια χρονιά ιδρύθηκαν τα πρώτα πολιτικά κόμματα στην ιστορία της νήσου.

Μεταξύ αυτών, το πιο εμφανές ήταν το Φιλελεύθερο Κόμμα, που αργότερα μετονομάστηκε σε Αυτονομιστικό Κόμμα.

Παρά το όνομα και τις φιλοδοξίες του, το κόμμα είχε αρχικά περιορισμένη πολιτική επιρροή.

Ωστόσο, γρήγορα καθιερώθηκε ως κεντρική πλατφόρμα για τους μεταρρυθμιστικούς και μετριοπαθείς πολιτικούς τομείς της Κούβας.

Η ηγεσία του Αυτονομιστικού Κόμματος περιλάμβανε εξέχοντες Τέκτονες από τις δύο κύριες τεκτονικές παρατάξεις της νήσου.

Μεταξύ αυτών ήταν ο Αντόνιο Γκοβίν ι Τόρες, ο οποίος υπηρέτησε ταυτόχρονα ως Γραμματέας του Κόμματος και Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς του Κολόν, ο Χοσέ Φερνάντες Πελλόν, ο Χοσέ Μαρία Γκάλβες, Πρόεδρος του Κόμματος, και ο Ραφαέλ Μοντόρο, που θεωρείτο η κορυφαία διανοητική φωνή του φιλελεύθερου-αυτονομιστικού κινήματος και Σεβάσμιος Διδάσκαλος της Στοάς Πλους Ούλτρα.

Η πλατφόρμα του Αυτονομιστικού Κόμματος ευθυγραμμιζόταν στενά με τις τεκτονικές αξίες και υποστηριζόταν ευρέως μέσω τεκτονικών καναλιών.

Μεταξύ των πολιτικών αιτημάτων του προγράμματός του ήταν η επέκταση των ατομικών ελευθεριών, όπως αυτές ορίζονταν στον Τίτλο Ι του Ισπανικού Συντάγματος.

Αυτές περιλάμβαναν την ελευθερία του Τύπου, την ελευθερία του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, το απαραβίαστο της κατοικίας και του προσώπου, την προστασία της ιδιωτικής αλληλογραφίας και της ιδιοκτησίας, το δικαίωμα υποβολής αιτήσεων, τη θρησκευτική ελευθερία και την ακαδημαϊκή ελευθερία στη διδασκαλία και τη δημοσίευση.

Τέτοια στοιχεία, ιδιαίτερα η έμφαση στη θρησκευτική ελευθερία και την κοσμική (επιστημονική) εκπαίδευση, αποτέλεσαν κεντρικά θέματα στην τεκτονική υπεράσπιση και τη δημόσια συζήτηση.

Οι κοινοί αυτοί στόχοι ενίσχυσαν τις ιδεολογικές εντάσεις μεταξύ Τεκτόνων και συντηρητικών καθολικών χώρων, ιδιαίτερα καθώς οι συζητήσεις για τη θρησκευτική επιρροή στη δημόσια ζωή και την εκπαίδευση γίνονταν όλο και πιο έντονες.

Παρά τη συχνή σύνδεση μεταξύ τεκτονικής ιδιότητας και φιλελεύθερων πολιτικών τάσεων, η αλληλοκάλυψη δεν ήταν απόλυτη: δεν ήταν όλοι οι φιλελεύθεροι Τέκτονες, ούτε όλοι οι Τέκτονες ευθυγραμμίζονταν με φιλελεύθερες ή αυτονομιστικές θέσεις.

Σε αυτό το εξελισσόμενο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, η λογική για τη διατήρηση δύο ξεχωριστών τεκτονικών ιδρυμάτων στη νήσο μειώθηκε.

Ωστόσο, η σύγκλιση αυτή δεν έλυσε όλες τις εσωτερικές διαμάχες.

Επίμονα ζητήματα, όπως οι περιφερειακές αντιπαλότητες, οι πολιτικές διαιρέσεις, οι διαφορετικές απόψεις για τον ρόλο του Τεκτονισμού στα δημόσια ζητήματα και τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας, συνέχισαν να προκαλούν εμπόδια στις προσπάθειες για πλήρη θεσμική ενοποίηση.

Οι προσπάθειες για ενότητα τελικά απέδωσαν καρπούς.

Το 1879, αρκετές στοές που είχαν αρχικά συγκροτήσει τη Μεγάλη Στοά του Κολόν του 1859 ευθυγραμμίστηκαν με τη Μεγάλη Στοά της Κούβας.

Ωστόσο, πολλές στοές, ιδιαίτερα στην Αβάνα, παρέμειναν πιστές στη δεύτερη Μεγάλη Στοά του Κολόν.

Τελικά, επιτεύχθηκε συμφιλίωση μεταξύ της Μεγάλης Στοάς του Κολόν (Αβάνα) και της Μεγάλης Στοάς της Κούβας.

Για την επίλυση της διάσπασης, η Μεγάλη Στοά της Κούβας και η Μεγάλη Στοά του Κολόν στην Αβάνα συγχωνεύτηκαν στις 28 Μαρτίου 1880, σχηματίζοντας την Ενωμένη Μεγάλη Στοά του Κολόν και της Νήσου Κούβας (GLIC).

Το νέο ενιαίο σώμα ξεκίνησε με 57 στοές και εκτιμώμενη συμμετοχή 5.000 έως 6.000 Τεκτόνων.

Στις 28 Μαρτίου 1880, η συγχώνευση ολοκληρώθηκε επισήμως: ένας Μέγας Διδάσκαλος ανέλαβε την ηγεσία του νέου σώματος, ενώ ο άλλος έγινε Αναπληρωτής Μέγας Διδάσκαλος.

Μέχρι το 1885, ο αριθμός των συνδεδεμένων στοών είχε αυξηθεί σε περίπου 82, με δύο επαρχιακές Μεγάλες Στοές στο Σαντιάγο ντε Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο.

Ωστόσο, τα επίσημα αρχεία κατέγραφαν μόνο 58 στοές —30 στην ή κοντά στην Αβάνα και 28 αλλού.

Επιπρόσθετα, υπήρχαν ανεξάρτητες δικαιοδοσίες. Έρευνα του Τεκτονικού ιστορικού Ρόμπερτ Φρίκε Γκουλντ κατέδειξε ότι 13 στοές λειτουργούσαν υπό την Εθνική Μεγάλη Ανατολή, και 27 υπό τη Μεγάλη Στοά της Ισπανίας, με την τελευταία να προεδρεύεται από έναν Επαρχιακό Μέγα Διδάσκαλο, του οποίου η εξουσία εκτεινόταν στο Πουέρτο Ρίκο.

Τα Μεσοπολεμικά Χρόνια της Κούβας

Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Τεκτονισμός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πνευματικής και πολιτικής ζωής της Κούβας.

Πολλοί από τους κορυφαίους ηγέτες της περιόδου, είτε υποστήριζαν την αυτονομία είτε την ανεξαρτησία, ήταν Τέκτονες.

Τα μητρώα μελών από διάφορες στοές αποκαλύπτουν ευρεία εκπροσώπηση της επαγγελματικής και πνευματικής ελίτ της Κούβας, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων, ιατρών, μηχανικών, φαρμακοποιών, εκπαιδευτικών και δικηγόρων.

Οι βασικές αξίες που προωθούσε ο Τεκτονισμός -ελευθερία της συνείδησης, ελευθερία του Τύπου, ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, κοσμική εκπαίδευση και πολιτικός έλεγχος σε θεσμούς όπως ο γάμος και η ταφή- αποτελούσαν μέρος μιας κοινής πολιτικής και πολιτιστικής ατζέντας για όσους υποστήριζαν τη μεταμόρφωση της αποικιακής κουβανικής κοινωνίας.

Η έμφαση του Τεκτονισμού σε κοσμικές και φιλελεύθερες αρχές τον έθεσε σε ιδεολογική αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, η οποία παραδοσιακά ασκούσε ισχυρή κοινωνική και ηθική εξουσία.

Ωστόσο, πολλοί Τέκτονες παρέμεναν προσωπικά πιστοί στις καθολικές διδασκαλίες.

Η μείωση της επιρροής της Εκκλησίας στις αστικές περιοχές επισημάνθηκε από τις ίδιες τις θρησκευτικές Αρχές.

Το 1880, ο Επίσκοπος της Αβάνας, Ραμόν Φερνάντες Πιερόλα, εξέφρασε τη λύπη του ότι από τους περίπου 200.000 κατοίκους της πρωτεύουσας, λιγότεροι από 3.000 παρακολουθούσαν τακτικά τη Θεία Λειτουργία, αποδίδοντας αυτή τη μείωση εν μέρει στην εξάπλωση των τεκτονικών στοών στην πόλη.

Η σύνδεση μεταξύ του Τεκτονισμού και των κινήσεων για την ανεξαρτησία της Κούβας είναι πολύπλοκη.

Η αρχική εξέγερση του 1868, που σηματοδότησε την έναρξη του Δεκαετούς Πολέμου, είχε δεσμούς με τη Μεγάλη Στοά της Ανατολής της Κούβας (GOCA).

Μετά τη διάλυσή της, οι εναπομείνασες στοές αναδιοργανώθηκαν υπό τη Μεγάλη Στοά της Νήσου Κούβας.

Πολλά πρώην μέλη της GOCA είτε χάθηκαν στον πόλεμο είτε κατέφυγαν στην εξορία, όπου αποτέλεσαν μέρος μιας ευρύτερης τεκτονικής διασποράς.

Αυτοί οι εξόριστοι Τέκτονες συνέβαλαν σημαντικά στα κινήματα ανεξαρτησίας της δεκαετίας του 1880 και 1890, ιδιαίτερα μέσω οργανώσεων όπως το Κουβανικό Επαναστατικό Κόμμα.

Στο εσωτερικό της Κούβας, πολλοί Τέκτονες που παρέμειναν στη χώρα συνέχισαν να συμμετέχουν στις στοές, οι οποίες έγιναν χώροι πολιτιστικής και πολιτικής δραστηριότητας αντί για ανοιχτή πολιτική αναταραχή.

Η αναδιοργάνωση και ενοποίηση του κουβανικού Τεκτονισμού υπό μια ενιαία Μεγάλη Στοά επέτρεψε την πιο ξεκάθαρη διατύπωση ενός εθνικού τεκτονικού οράματος, που περιλάμβανε τόσο μεταρρυθμιστικά όσο και αυτονομιστικά στοιχεία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1880, οι αυτονομιστικές ιδέες κέρδισαν σχετική προβολή στους τεκτονικούς κύκλους, αντικατοπτρίζοντας ευρύτερα πολιτικά και πνευματικά ρεύματα που έδιναν έμφαση στη σταδιακή μεταρρύθμιση αντί για επαναστατική ρήξη.

Η αυτονομιστική στρατηγική -που επιζητούσε την «εξέλιξη αντί της επανάστασης»- παρουσιαζόταν όχι ως εγκατάλειψη των εθνικιστικών φιλοδοξιών, αλλά ως ρεαλιστική απάντηση στην αποικιακή αδιαλλαξία.

Η επιρροή του Τεκτονισμού επεκτάθηκε στους πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς τομείς.

Οι στοές στις μεγάλες κουβανικές πόλεις ίδρυσαν βιβλιοθήκες, σχολεία, αίθουσες διαλέξεων και περιοδικά.

Προώθησαν την επιστημονική έρευνα, τη λογοτεχνική δραστηριότητα και την κοσμική εκπαίδευση.

Τρεις στοές της Αβάνας -Αμόρ Φρατερνάλ, Σαν Αντρές και Πλους Ούλτρα- ήταν ιδιαίτερα ενεργές στην πολιτιστική και πνευματική ζωή.

Διακεκριμένα μέλη περιλάμβαναν τον Αντόνιο Γκοβίν (Μέγας Διδάσκαλος), τον Ραφαέλ Μοντόρο (Σεβάσμιος Διδάσκαλος της Πλους Ούλτρα), τον Αουρέλιο Αλμέιδα, τον Χοσέ Αντόνιο Κορτίνα, τον Χοσέ Φερνάντες Πελλόν, τον Χοσέ Μαρία Γκάλβες, τον Κλαούντιο Βερμάι (γιο του ζωγράφου Ζαν Μπατίστ Βερμάι), τον Ραφαέλ Φερνάντες ντε Κάστρο, τον Αουρέλιο Μιράντα και τον Ενρίκε Χοσέ Βαρόνα.

Δύο από τα πιο επιδραστικά κουβανικά περιοδικά της εποχής -η Revista Cubana και η Revista de Cuba- εκδίδονταν από εξέχοντες Τέκτονες, τον Χοσέ Αντόνιο Κορτίνα και τον Ενρίκε Χοσέ Βαρόνα.

Αυτά τα περιοδικά δημοσίευαν ευρύ φάσμα περιεχομένου, από νομικά και φιλοσοφικά δοκίμια έως λογοτεχνικές και επιστημονικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένων συζητήσεων για τη θεωρία του Δαρβίνου, την αισθητική του Χέγκελ και την ιστορική επανερμηνεία.

Αμφισβήτησαν τις συντηρητικές, αποικιακές ιδέες και υποστήριξαν μια σύγχρονη, κοσμική και δημοκρατική κουβανική κοινωνία, βασισμένη στον επιστημονικό ορθολογισμό και την πολιτική ηθική.

Οι τεκτονικές στοές, τα λύκεια και οι πολιτιστικές εταιρείες έγιναν βασικοί χώροι για την έκφραση αυτών των νέων αξιών.

Ωστόσο, παρά την προοδευτική τους κατεύθυνση, ήταν περιορισμένες στην ικανότητά τους να διαλύσουν τις εδραιωμένες κοινωνικές ιεραρχίες.

Ενώ προσέφεραν μια πλατφόρμα για τις προοδευτικές ελίτ, οι ταξικές διαιρέσεις της κουβανικής κοινωνίας παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ανέπαφες.

Το 1886, η δουλεία καταργήθηκε τελικά στην Κούβα.

Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας της Κούβας

Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας της Κούβας, οι Κουβανοί Τέκτονες στην εξορία συνέβαλαν στην υπόθεση της ανεξαρτησίας μέσω διαφόρων καναλιών, συχνά ενσωματώνοντας τον εαυτό τους σε τεκτονικά συστήματα του εξωτερικού.

Πολλοί νομιμοποίησαν τους τεκτονικούς τους βαθμούς σε ξένες δικαιοδοσίες, ιδιαίτερα στην Καραϊβική και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ίδρυσαν νέες στοές υπό τοπική αιγίδα.

Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζουν οι στοές που ονομάστηκαν από προσωπικότητες του Δεκαετούς Πολέμου, όπως η Στοά Φρανσίσκο Βισέντε Αγκιλέρα και η Στοά Ιγνάσιο Αγραμόντε στη Φλόριντα.

Ωστόσο, αυτές οι τεκτονικές στοές λειτουργούσαν ανεξάρτητα από τις πολιτικές συνωμοσίες και τον στρατιωτικό σχεδιασμό που συνδέονταν με την ανανεωμένη προσπάθεια για ανεξαρτησία.

Ενώ οι εξόριστες κοινότητες υποστήριζαν το κίνημα ανεξαρτησίας, οι τεκτονικές τους δραστηριότητες επικεντρώνονταν κυρίως στην αδελφική αλληλεγγύη αντί στην πολιτική συνεργασία.

Μια εξέχουσα περίπτωση που καταδεικνύει τη διασταύρωση του Τεκτονισμού με τον κουβανικό εθνικισμό είναι αυτή του Χοσέ Μαρτί. Ο Μαρτί μυήθηκε στον Τεκτονισμό κατά τα πρώτα του χρόνια στην Ισπανία, στη Στοά Αρμονία στη Μαδρίτη (περίπου 1871–1874).

Ο ίδιος περιέγραψε τον Τεκτονισμό ως «μια ενεργή μορφή φιλελεύθερης σκέψης», αποκαλύπτοντας την ιδεολογική σύγκλιση μεταξύ των τεκτονικών αρχών και των προσωπικών του πεποιθήσεων.

Αυτή η ευθυγράμμιση μπορεί να ανιχνευθεί στην πρώιμη διανοητική του διαμόρφωση υπό τον Ραφαέλ Μαρία ντε Μεντίβε, Τέκτονα και εκπαιδευτικό, καθώς και στις μετέπειτα σχέσεις του με τον Μεξικανικό Τεκτονισμό.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μαρτί διατήρησε σχέσεις με διάφορες τεκτονικές στοές, εκφώνησε δημόσιες ομιλίες σε τεκτονικούς χώρους στη Νέα Υόρκη και επισκέφθηκε στοές στη Φλόριντα.

Η πολιτική φιλοσοφία του Μαρτί, βαθιά διαμορφωμένη από τις εμπειρίες και τις παρατηρήσεις του, ιδιαίτερα κατά την παραμονή του στις ΗΠΑ, βασιζόταν σε ένα όραμα αντι-ιμπεριαλιστικής, παναλατινοαμερικανικής αλληλεγγύης.

Σε μια διάσημη επιστολή προς τον στενό του φίλο Μανουέλ Μερκάδο, γραμμένη την παραμονή του θανάτου του το 1895, ο Μαρτί εξέφρασε την αποφασιστικότητά του να αποτρέψει την επέκταση της επιρροής των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, δηλώνοντας ότι η ανεξαρτησία της Κούβας ήταν στρατηγική ανάγκη για τη διατήρηση της κυριαρχίας της περιοχής.

Χαρακτήρισε τις Ηνωμένες Πολιτείες ως ισχυρό αντίπαλο, λέγοντας: «Έζησα μέσα στο τέρας και γνωρίζω τα σπλάχνα του».

Σε αντίθεση με το επαναστατικό κίνημα του 1868, που είχε δεσμούς με μη κανονικούς τεκτονικούς φορείς, όπως η Μεγάλη Ανατολή της Κούβας και των Αντιλλών (GOCA), η εξέγερση του 1895 δεν ξεκίνησε μέσω κάποιας τεκτονικής οργάνωσης.

Αν και ο Μαρτί, ο Στρατηγός Μάξιμο Γκόμες και ο Στρατηγός Αντόνιο Μασέο ήταν όλοι Τέκτονες, το κίνημα οργανώθηκε υπό ένα νέο πολιτικό πλαίσιο: το σύγχρονο πολιτικό κόμμα.

Το Κουβανικό Επαναστατικό Κόμμα, που ιδρύθηκε από τον Μαρτί το 1892, είχε στόχο να ενώσει τους Κουβανούς εξόριστους γύρω από ένα κοινό εθνικό σχέδιο.

Η δομή και η προσέγγισή του αντικατόπτριζαν το μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο του τέλους του 19ου αιώνα, δίνοντας έμφαση στη μαζική κινητοποίηση, τη στρατηγική επικοινωνία και την ιδεολογική συνοχή, αντί για τις μυστικές ή ελιτιστικές μεθόδους προηγούμενων συνωμοτικών πυρήνων.

Εν τω μεταξύ, ο Τεκτονισμός στην Κούβα συνέχισε να επικεντρώνεται στην αρχική του αποστολή: την καλλιέργεια ηθικών, πολιτικών και φιλανθρωπικών αξιών.

Στοές όπως η Πλους Ούλτρα, με την καθοδήγηση διανοουμένων όπως ο Ραφαέλ Μοντόρο και ο Χοσέ Φερνάντες Πελλόν, έγιναν ζωτικής σημασίας για τη διαμόρφωση μιας δημοκρατικής κουβανικής κοινωνίας.

Αν και δεν συμμετείχαν άμεσα στην πολιτική οργάνωση, αυτές οι στοές προώθησαν τα ηθικά και κοσμικά ιδανικά που υποστήριζαν επίσης το όραμα του Μαρτί για μια δημοκρατία.

Οι κοινές αξίες μεταξύ του κανονικού κουβανικού Τεκτονισμού και του επαναστατικού σχεδίου του Μαρτί -ιδιαίτερα η έμφαση στην κοσμικότητα, την αδελφοσύνη, την ισότητα και την ηθική διαμόρφωση των πολιτών- υπογραμμίζουν μια σύγκλιση ηθικών και πολιτικών φιλοδοξιών.

Στη σκέψη του Μαρτί, η ελευθερία και η ισότητα ήταν αδιαχώριστα συνδεδεμένες, αποτελώντας τη βάση για μια δίκαιη και συμπεριληπτική κοινωνία.

Η πολιτική του κληρονομιά παρείχε έτσι ένα πλαίσιο όχι μόνο για την εθνική ανεξαρτησία της Κούβας, αλλά και για ένα ευρύτερο όραμα αποαποικιοποίησης και χειραφέτησης στη Λατινική Αμερική και τον Παγκόσμιο Νότο.

Μέσω του Κουβανικού Επαναστατικού Κόμματος, αυτές οι ιδέες βρήκαν θεσμική έκφραση, ξεπερνώντας την κοινωνική εμβέλεια των τεκτονικών στοών και θέτοντας τα θεμέλια για τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Κούβας το 1895.

Στο τέλος του Πολέμου της Ανεξαρτησίας της Κούβας, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέβαλαν στην Κούβα, στο πλαίσιο του λεγόμενου Θεάτρου της Καραϊβικής του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου. Αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση των παλαιότερων μορφών του Τεκτονισμού στην Κούβα.

Πρώτον, επέτρεψε στους Κουβανούς Τέκτονες να λειτουργούν τη Μεγάλη τους Στοά ανοιχτά, χωρίς φόβο παρεμβάσεων από την κυβέρνηση.

Δεύτερον, έφερε την Κούβα σε στενότερη επαφή με τα τεκτονικά ιδρύματα των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η εισροή Αμερικανών πολιτών και στρατιωτικού προσωπικού -πολλοί από τους οποίους ήταν οι ίδιοι Τέκτονες- προσέφερε πρόσθετη υποστήριξη και ενθάρρυνση.

Μεταξύ αυτών που συνέβαλαν στην ανασυγκρότηση του κουβανικού Τεκτονισμού ήταν αρκετές εξέχουσες προσωπικότητες της αμερικανικής στρατιωτικής διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων του Ναυάρχου Γουίνφιλντ Σκοτ Σλάι, των Στρατηγών Γουίλιαμ Ρούφους Σάφτερ και Γουίνφιλντ Σκοτ, του Συνταγματάρχη Θεόδωρου Ρούσβελτ και του Στρατηγού Τζορτζ Μ. Μούλτον.

Μετά την ολοκλήρωση του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου το 1898, ο κουβανικός Τεκτονισμός επανάκτησε τις δραστηριότητές του.

Η Μεγάλη Στοά της Νήσου Κούβας έγινε ενεργό σώμα και, κατά την περίοδο 1919–1920, ανέφερε έξι περιφερειακές δικαιοδοσίες (Πινάρ ντελ Ρίο, Αβάνα, Ματάνσας, Σάντα Κλάρα, Καμαγουέι και Οριέντε) με συνολικά 123 στοές και σχεδόν 11.000 μέλη.

Η τεκτονική δικαιοδοσία στο Πουέρτο Ρίκο είχε, μέχρι τότε, εξελιχθεί σε ανεξάρτητη Μεγάλη Στοά.

Τεκτονικά Περιοδικά και Εκδόσεις

Οι τεκτονικές εκδόσεις διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στη διάδοση και εδραίωση του Τεκτονισμού στην Κούβα.

Από το 1870, το σχετικά φιλελεύθερο κλίμα επέτρεψε στον Τύπο να προωθήσει τα τεκτονικά ιδανικά με μεγαλύτερη ανοιχτότητα.

Εμφανίστηκαν τόσο επίσημες όσο και ανεπίσημες εκδόσεις, με κοινό στόχο την ενσωμάτωση των τεκτονικών αρχών στην κουβανική κοινωνία.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, παράχθηκαν έως και 70 εκδόσεις σχετικές με τον Τεκτονισμό.

Στα αρχικά στάδια, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1860, η πιο συνηθισμένη μορφή ήταν το περιοδικό.

Ωστόσο, αυτές οι εκδόσεις είχαν συχνά εξαιρετικά σύντομη διάρκεια ζωής, με πολλές να μην ξεπερνούν το πρώτο ή το δεύτερο τεύχος λόγω περιορισμένων συνδρομών και οικονομικών δυσκολιών.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως με την έκδοση του Βισέντε ντε Κάστρο, οι εκδότες κατέφευγαν στην αυτοχρηματοδότηση, μια επιλογή που δεν ήταν βιώσιμη για τους περισσότερους.

Μόνο οι πιο τυχεροί ή καλά συνδεδεμένοι εκδότες κατάφεραν να διατηρήσουν τις εκδόσεις τους, με αποτέλεσμα μια μικρή ομάδα τεκτονικών δημοσιογράφων να κυριαρχήσει στον τεκτονικό Τύπο στα τέλη του 19ου αιώνα.

Πολλές από αυτές τις εκδόσεις λειτουργούσαν ως όργανα υπεράσπισης, προωθώντας τα συμφέροντα συγκεκριμένων τεκτονικών υπακοών.

Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στην Αβάνα, όπου παράγονταν οι περισσότερες τεκτονικές εφημερίδες και χρησιμοποιούνταν στρατηγικά για την εδραίωση της επιρροής εντός της εθνικής τεκτονικής δομής, συχνά εις βάρος των στοών σε άλλες περιοχές, όπως το Σαντιάγο ντε Κούβα.

Μεταξύ των σημαντικότερων εκδόσεων ήταν η La Voz de Hiram, που ιδρύθηκε το 1876 από τον Αουρέλιο Αλμέιδα. Αυτή η έκδοση υπηρέτησε ως η επίσημη φωνή της Επαρχιακής Μεγάλης Στοάς της Αβάνας.

Τον επόμενο χρόνο, ο Αλμέιδα ξεκίνησε επίσης το El Cincel, ένα περιοδικό που αποτέλεσε φόρουμ για την έκφραση τεκτονικών απόψεων, προάγοντας την ανταλλαγή ιδεών και την εσωτερική συζήτηση.

Και οι δύο εκδόσεις είχαν ως στόχο να αναδείξουν το κύρος του Τεκτονισμού της Αβάνας έναντι άλλων πόλεων.

Ένα ακόμη αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν το El Palenque Literario —αρχικά τιτλοφορούμενο El Mundo Literario— το οποίο ήταν ενεργό μεταξύ 1876 και 1878.

Γραμμένο από μέλη των τεκτονικών κύκλων της Αβάνας, αυτό το περιοδικό αντικατόπτριζε τις ερμηνείες τους για τα κοσμικά ζητήματα από τεκτονική σκοπιά και λειτουργούσε επίσης ως πλατφόρμα για τη μεσολάβηση εσωτερικών συγκρούσεων εντός της κουβανικής τεκτονικής κοινότητας.

Ο ιδρυτής του, δημοσιογράφος Κάρλος Χενάρο Βαλντές, ίδρυσε επίσης το τυπογραφείο La Idea, ένα σημαντικό ίδρυμα στην ανάπτυξη της κουβανικής τεκτονικής λογοτεχνίας.

Μετά την Ισπανία

Με την ανεξαρτησία της Κούβας από την Ισπανία, ο Τεκτονισμός στην Κούβα μπόρεσε επιτέλους να ανθίσει χωρίς τις παρεμβάσεις της Ισπανικής Καθολικής Εκκλησίας και του γραφείου της Ιεράς Εξέτασης.

Χάρη στα μέτρα που είχαν ληφθεί πριν από τη σύγκρουση από τους τεκτονικούς ηγέτες —οι οποίοι είχαν εξασφαλίσει τη διαδοχή πολιτικά ουδέτερων προσώπων σε βασικές ηγετικές θέσεις— η Μεγάλη Στοά και το Ύπατο Συμβούλιο μπόρεσαν να επαναλάβουν τις δραστηριότητές τους.

Η υποστήριξη από διεθνή τεκτονικά δίκτυα, ιδιαίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία.

Η αμερικανική κατοχή της Κούβας που ακολούθησε την ισπανική ήττα έφερε βαθιές πολιτικές και θεσμικές αλλαγές.

Ο Τεκτονισμός, με τις μακροχρόνιες σχέσεις του με τεκτονικές οργανώσεις στις ΗΠΑ, προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες με σχετική ευκολία.

Πολλοί Κουβανοί Τέκτονες ανέλαβαν διοικητικούς ρόλους υπό την αμερικανική στρατιωτική διοίκηση και συνέβαλαν στη διαμόρφωση της μεταπολεμικής διακυβέρνησης της νήσου.

Αρκετοί Τέκτονες διορίστηκαν σε υψηλόβαθμες θέσεις υπό τους Κυβερνήτες Τζον Ρ. Μπρουκ και Λέοναρντ Γουντ:

Υπουργός Εσωτερικών, Ενρίκε Χοσέ Βαρόνα

Υπουργός Παιδείας, Χουάν Μπαουτίστα Ερνάντες, ο οποίος ήταν επίσης Μέγας Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς

Υπουργός Δικαιοσύνης, Λουίς Εστέβες ι Ρομέρο

Υπουργός Δημοσίων Έργων, Χοσέ Ραμόν Βιγιαλόν
Υ
πουργός Γεωργίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου, Χουάν Ριβέρα

Αυτή η ενσωμάτωση στην κυβέρνηση σηματοδότησε μια φάση κατά την οποία ο κουβανικός Τεκτονισμός ευθυγραμμίστηκε ολοένα και περισσότερο με τις παραδόσεις και την επιρροή του Βορειοαμερικανικού Τεκτονισμού.

Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής κατοχής, σημειώθηκαν σημαντικές προόδοι στη δημόσια υγεία και την εκπαίδευση.

Επιδημίες όπως ο κίτρινος πυρετός τέθηκαν υπό έλεγχο, ενώ ξεκίνησαν εκστρατείες αλφαβητισμού σε πρωτοφανή κλίμακα.

Ο αριθμός των σχολείων αυξήθηκε ραγδαία —από μερικές εκατοντάδες σε σχεδόν 4.000— και η εγγραφή μαθητών πολλαπλασιάστηκε, φτάνοντας πάνω από 250.000.

Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έδωσαν έμφαση στην υποχρεωτική, κοσμική και δωρεάν εκπαίδευση, αντικατοπτρίζοντας αξίες που συνδέονται συνήθως με τα τεκτονικά ιδανικά.

Για την επίτευξη αυτών των στόχων, τα σχολικά προγράμματα και τα εγχειρίδια προσαρμόστηκαν από αμερικανικά πρότυπα, ενώ πολλοί εκπαιδευτικοί έλαβαν εκπαίδευση εμπνευσμένη από τα αμερικανικά παιδαγωγικά πρότυπα.

Ένας νόμος που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 1899 όρισε την υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση για παιδιά ηλικίας από έξι έως 14 ετών, αν και η εφαρμογή του αποδείχθηκε ανισομερής, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές.

Η Συνταγματική Συνέλευση του 1900 και ο Τεκτονισμός

Τον Ιούλιο του 1900, διεξήχθησαν εκλογές για τη συγκρότηση συνταγματικής συνέλευσης, επιφορτισμένης με τη σύνταξη ενός νέου νομτικού πλαισίου για την Κουβανική Δημοκρατία.

Αν και η διαδικασία επιβλέπονταν από τις αμερικανικές Αρχές και διαμορφώθηκε από τις προτιμήσεις τους, η συνέλευση αποτέλεσε πλατφόρμα για συζητήσεις που βασίζονταν στη φιλελεύθερη και τεκτονική φιλοσοφία.

Θέματα όπως οι πολιτικές ελευθερίες, η εκπαίδευση, το εκλογικό δικαίωμα και ο ρόλος της θρησκείας στο κράτος συζητήθηκαν εκτενώς.

Ορισμένοι αντιπρόσωποι υποστήριξαν την ευρεία ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, των Αφροκουβανών και των αναλφάβητων πολιτών.

Ωστόσο, άλλοι απέρριψαν τέτοιες προτάσεις, επικαλούμενοι ανησυχίες για την πολιτική ωριμότητα και την κοινωνική ιεραρχία.

Αν και η καθολική ψηφοφορία δεν υιοθετήθηκε τελικά —και η επέκταση του εκλογικού δικαιώματος στις γυναίκες καθυστέρησε μέχρι τη δεκαετία του 1930— οι αντιπαραθέσεις έδειξαν ότι τα θέματα αυτά ήταν υψηλά στην ατζέντα.

Παρόλο που οι προτάσεις για την κατάργηση της θανατικής ποινής και άλλα προοδευτικά μέτρα απορρίφθηκαν, ψηφίστηκαν πολλοί νόμοι για την εκοσμίκευση βασικών πτυχών της δημόσιας ζωής.

Τα νεκροταφεία, ο γάμος και το διαζύγιο τέθηκαν υπό πολιτική δικαιοδοσία, μειώνοντας την επιρροή των θρησκευτικών θεσμών που κληρονομήθηκαν από την αποικιακή περίοδο.

Διαιρέσεις εντός του Τεκτονισμού στην πρώιμη Δημοκρατία

Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο κουβανικός Τεκτονισμός αντιμετώπισε εσωτερικές εντάσεις.

Ένα ρεύμα επιδίωκε να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τον θεσμό ως πλατφόρμα για κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, δίνοντας έμφαση στην εθνική ανεξαρτησία και τον εκσυγχρονισμό.

Ένα άλλο τμήμα έκλινε προς στενότερους δεσμούς με τις τεκτονικές στοές των ΗΠΑ, αντικατοπτρίζοντας μια πιο συντηρητική και εξωτερικά ευθυγραμμισμένη προσέγγιση.

Η άφιξη αμερικανικών στοών στη νήσο, όπως η Στοά Χαβάνα το 1899, υπογράμμισε την αυξανόμενη επιρροή των ξένων υπακοών.

Ταυτόχρονα, οι σχέσεις μεταξύ των κουβανικών στοών και της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας επιδεινώθηκαν, εν μέρει λόγω ιδεολογικών και πολιτιστικών διαφορών μεταξύ των λατινικών και αγγλοαμερικανικών τεκτονικών παραδόσεων.

Ο Τεκτονισμός της Βασιλικής Αψίδας έγινε επίσημα ενεργός στην Κούβα στις 19 Φεβρουαρίου 1907.

Ο Τεκτονισμός των Ναϊτών είχε επίσης παρουσία στην Κούβα στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1914, ο Τζόσεφ Κ. Ορρ, τότε Μέγας Διδάσκαλος του Μεγάλου Στρατοπέδου, επισκέφθηκε την Αβάνα και επαίνεσε την αφοσίωση των Αμερικανών Τεκτόνων που ζούσαν εκεί.

Την 1η Ιανουαρίου 1921, εκδόθηκε άδεια για τη δημιουργία της Διοίκησης της Αβάνας, με τον Γουόλτερ Μ. Ντάνιελ ως πρώτο Διοικητή.

Ο Στρατηγός Τζορτζ Μ. Μούλτον παρευρέθηκε στην ίδρυσή της. Η διοίκηση χαρτογραφήθηκε επίσημα στις 27 Απριλίου 1922 και μέχρι την 1η Ιουλίου 1951 είχε 91 μέλη.

Ένα από τα πιο έντονα συζητημένα γεγονότα της εποχής, τόσο τότε όσο και στην ιστορική βιβλιογραφία που ακολούθησε, ήταν η απονομή του 33ου βαθμού στον Χεράρδο Ματσάδο, έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους Προέδρους στην ιστορία της Κούβας.

Οι ιστορικοί σημειώνουν, ωστόσο, ότι η απονομή του 33ου βαθμού του δόθηκε πριν οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ και ολόκληρη η νήσος της Κούβας συνωμοτήσουν για την απομάκρυνσή του από την εξουσία κατά τη Γενική Απεργία της Κούβας το 1933.

Κουβανοί Τέκτονες στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο

Μέχρι το 1936, όταν ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο κουβανικός Τεκτονισμός είχε γίνει μια εξέχουσα και δομημένη οργάνωση.

Εκείνο το έτος, λειτουργούσαν μεταξύ 183 και 195 στοές σε όλη την Κούβα, με εκτιμήσεις μελών να κυμαίνονται από περίπου 13.000 έως 16.500.

Παρά την πτώση κατά την πολιτική αστάθεια του 1932–1933, ο τεκτονικός θεσμός είχε αρχίσει να ανακάμπτει και να επεκτείνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930.

Με μια ιστορία που εκτείνεται πάνω από 130 χρόνια στην Κούβα, η τεκτονική κοινότητα είχε αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με άλλα τεκτονικά σώματα στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και τις Αμερικές.

Αυτά τα διεθνή δίκτυα παρέμειναν ενεργά στη δεκαετία του 1930, με τους Κουβανούς Τέκτονες να διατηρούν δεσμούς με τους Ισπανούς ομολόγους τους, όπως οι Κουβανοί αναρχικοί και κομμουνιστές διατηρούσαν ιδεολογικές συνδέσεις με συμμάχους στην Ισπανία.

Καθώς ξέσπασε ο πόλεμος στην Ισπανία, οι Κουβανοί Τέκτονες παρακολουθούσαν στενά και άρχισαν να συζητούν τη θέση τους σε σχέση με τα εξελισσόμενα γεγονότα.

Ο Τεκτονισμός, μη δεσμευμένος σε μια μοναδική πολιτική ιδεολογία, λειτουργούσε ως χώρος ηθικής και φιλοσοφικής αντανάκλασης.

Ωστόσο, είχε επιτακτικούς λόγους να αντιταχθεί στον φασισμό.

Ο Φρανσίσκο Φράνκο, όπως και άλλοι αυταρχικοί ηγέτες της εποχής, συχνά κατηγορούσε τους Τέκτονες για τα κοινωνικά προβλήματα, χρησιμοποιώντας ρητορική παρόμοια με την αντισημιτική προπαγάνδα του Χίτλερ.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Ισπανία, πολλοί Κουβανοί Τέκτονες υποστήριξαν τις Δημοκρατικές δυνάμεις και αντήχησαν τις ευρύτερες εκκλήσεις για ενότητα που αντηχούσαν στην κουβανική κοινωνία στα τέλη της δεκαετίας του 1930.

Αν και επίσημα αντίθετοι στον κομμουνισμό, η τεκτονική αδελφότητα βρήκε κοινό έδαφος με αναρχικούς και αριστερές φατρίες στην κοινή τους ανησυχία για την άνοδο του φασισμού.

Ωστόσο, αυτή η ευθυγράμμιση δεν ήταν χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις.

Οι πολιτικές διαιρέσεις εντός του Τεκτονισμού εμφανίστηκαν σε συζητήσεις για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, αποκαλύπτοντας ότι δεν ήταν όλοι οι Τέκτονες πολιτικά μετριοπαθείς.

Μερικοί υποστήριξαν την Εθνικιστική πλευρά ή προτίμησαν να παραμείνουν ουδέτεροι, ενώ άλλοι επικεντρώθηκαν κυρίως σε τοπικά κουβανικά ζητήματα.

Παράλληλα με το πολιτικό κλίμα της εποχής, υπήρξε επίσης ένα κίνημα εντός του κουβανικού Τεκτονισμού για την επίτευξη εσωτερικής ενότητας.

Τον Μάρτιο του 1938, έγινε ένα σημαντικό βήμα όταν πολλές στοές σε όλη τη νήσο ενοποιήθηκαν.

Αυτή η εσωτερική ενοποίηση αντικατόπτριζε την ευρύτερη προσπάθεια μεταξύ των αριστερών πολιτικών κομμάτων στην Κούβα για να παρουσιάσουν ένα ενιαίο μέτωπο.

Οι εκκλήσεις για αλληλεγγύη ήταν διαδεδομένες κατά την περίοδο αυτή, αν και η επίτευξη αυτής της ενότητας —τόσο εντός του Τεκτονισμού όσο και σε ολόκληρο το κουβανικό πολιτικό φάσμα— αποδείχθηκε δύσκολη.

Θεσμική Μνήμη και Αναζωογόνηση

Το 1928, κατά την 60ή επέτειο της Κραυγής της Γιάρα, ενός από τα πιο καθοριστικά γεγονότα στην ιστορία της Κούβας, μια τεκτονική στοά της Επαρχίας Οριέντε ανήγειρε έναν οβελίσκο στη Λα Δεμαχάγουα, το παλιό εργοστάσιο μελάσας και φυτεία ζάχαρης όπου εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα.

Η Κραυγή της Γιάρα αποτελεί σύμβολο τόσο της έναρξης του Δεκαετούς Πολέμου και του κουβανικού κινήματος ανεξαρτησίας όσο και της γέννησης του κουβανικού κινήματος για την κατάργηση της δουλείας.

Η στοά ανέλαβε τη φροντίδα του χώρου για τα επόμενα 30 χρόνια, διατηρώντας τη σημασία του ως ιστορικό ορόσημο και εξασφαλίζοντας ότι η περιοχή δεν θα αξιοποιούνταν εμπορικά, μέχρι την ίδρυση του Εθνικού Πάρκου Λα Δεμαχάγουα το 1968 και την επιστροφή της Καμπάνας της Λα Δεμαχάγουα στην Κούβα.

Παράλληλα, είχε ιδρυθεί πριν από το 1955 μια οργάνωση για τις κόρες των Τεκτόνων, γνωστή ως Κόρες της Ακακίας. Η οργάνωση αυτή απέκτησε αναγνώριση και σεβασμό για τις φιλανθρωπικές της δράσεις και λέγεται ότι ιδρύθηκε από τη σύζυγο ενός διακεκριμένου Κουβανού Τέκτονα.

Αρκετά κουβανικά πολιτικά κινήματα και κόμματα περιλάμβαναν Τέκτονες στους ηγετικούς τους κύκλους.

Χαρακτηριστικά, το 1937, ο Αουγούστο Ροδρίγκες Μιράντα, Τέκτονας, κατείχε ηγετική θέση στο Κόμμα Επαναστατικής Ένωσης.

Ο Τεκτονισμός διατήρησε μια αξιοσημείωτη δημόσια και πολιτική παρουσία ακόμη και κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μπατίστα, με αναφορές για επαναστατικές συναντήσεις που φιλοξενούνταν σε στοές, όπως αυτές της Νεολαίας Ορτοδόξο στην Αρτέμισα, καθώς τα μέλη είχαν πρόσβαση στις εγκαταστάσεις.

Το 1942, ο Εμίλιο Ρόιγκ πρότεινε ψήφισμα κατά το Έντεκατο Εθνικό Συνέδριο Ιστορίας για την αναγνώριση της συνεισφοράς του Τεκτονισμού στην ανεξαρτησία και τον πολιτισμό της Κούβας.

Το ψήφισμα εγκρίθηκε επισήμως από το Δημοτικό Συμβούλιο της Αβάνας το 1947, οδηγώντας στην τοποθέτηση μιας αναμνηστικής πλάκας στη Μεγάλη Στοά της Κούβας το 1948.

Αν και ο Ρόιγκ ήταν ένθερμος υποστηρικτής της κοσμικότητας και όχι Τέκτονας, του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο του Κουβανικού Τεκτονισμού για την υπεράσπισή του της ιστορικής σημασίας του και του ρόλου του στην κουβανική ανεξαρτησία.

Αναγνώρισε δημοσίως τα τεκτονικά σύμβολα που ενσωματώθηκαν στην εθνική σημαία και το εθνόσημο της Κούβας.

Από τη δεκαετία του 1930 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ο Τεκτονισμός παγκοσμίως αντιμετώπισε τον κίνδυνο διείσδυσης από την Ιταλική Μαφία και τη λεγόμενη Γαλλική Σύνδεση, φαινόμενο που συνέπεσε με μια απότομη αύξηση της βίας που συνδεόταν με τις τεκτονικές στοές.

Ούτε το Βατικανό παρέμεινε απρόσβλητο από τέτοιες διεισδύσεις.

Η διείσδυση αυτή σε ιταλικές κοινωνίες, ιδιαίτερα στην Ιταλία, συνεχίστηκε ακόμη και στον 21ο αιώνα. Δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις που να τεκμηριώνουν ότι ο Τεκτονισμός στην Κούβα υπέστη ποτέ διείσδυση από τη Μαφία, όπως συνέβη με πολλούς άλλους θεσμούς στην Κούβα εκείνη την εποχή.

Η συνέχιση της ύπαρξης της οργάνωσης μετά την Επανάσταση υποστηρίζει την άποψη ότι ο Φιντέλ Κάστρο έκρινε ότι δεν είχε υποστεί τέτοια διείσδυση. Ωστόσο, πολλοί Ιταλοί μαφιόζοι, όπως ο Λάκι Λουτσιάνο, που ζούσαν στο νησί κατά την περίοδο αυτή, και ιδιαίτερα κατά τη δεύτερη προεδρία του Φουλχένσιο Μπατίστα, διατηρούσαν βαθιές συνδέσεις με τα παρακλάδια της Μαφίας στην Ιταλία που είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στις εκεί στοές.

Κομμουνιστική Επανάσταση

Μετά την Κουβανική Επανάσταση του 1959, η Μεγάλη Στοά της Κούβας αποβλήθηκε από τη Διάσκεψη των Μεγάλων Διδασκάλων της Βόρειας Αμερικής, καθώς κρίθηκε ότι χρησιμοποιούνταν ως εργαλείο του κράτους.

Παρά την αποβολή, η Μεγάλη Στοά διατήρησε ορισμένα από τα αρχικά της μέλη, όπως τον Χόρχε Λουίς Κουέρβο Κάλβο, πρώην Μεγάλο Φύλακα της Στοάς, ο οποίος προήχθη σε Μέγα Διδάσκαλο.

Στον απόηχο της Επανάστασης, πολλές κοινωνικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων των τεκτονικών στοών, εξέφρασαν δημοσίως την υποστήριξή τους προς τη νέα κυβέρνηση.

Ο Μέγας Διδάσκαλος Κάρλος Πινιέιρο, για παράδειγμα, συνδέθηκε με εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, όπως η ίδρυση ενός τεχνικού ινστιτούτου στην Αβάνα.

Εκείνη την εποχή, η στοά της Αβάνας θεωρούνταν από τις μεγαλύτερες στη Λατινική Αμερική.

Παρά την ορθολογιστική της κατεύθυνση και την ευρωπαϊκού τύπου απόρριψη του δόγματος του «Μεγάλου Αρχιτέκτονα», διατηρούσε επίσημες σχέσεις με τεκτονικούς φορείς στη Βόρεια Αμερική, οι οποίοι παραδοσιακά απαιτούσαν πίστη σε μια ανώτερη δύναμη.

Τον Ιανουάριο του 1959, η τεκτονική στοά Χίχος ντε Αμέρικα εξέδωσε έκκληση για παγκόσμια τεκτονική αλληλεγγύη προς την Κουβανική Επανάσταση.

Ωστόσο, η τεκτονική κοινότητα, όπως πολλοί θεσμοί της μεσαίας τάξης, αντιμετώπισε αβεβαιότητα στο ραγδαία μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο.

Πολλοί ιστορικοί εικάζουν ότι ο λόγος που ο Φιντέλ Κάστρο δεν έκλεισε ποτέ την οργάνωση ήταν ότι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης βρήκε καταφύγιο σε μια τεκτονική στοά, γεγονός που είτε του ενέπνευσε θαυμασμό για την οργάνωση είτε τον οδήγησε να αναγνωρίσει τη δυνατότητά της ως εργαλείου του κράτους.

Ορισμένοι ιστορικοί του Τεκτονισμού υποστηρίζουν ότι τόσο ο Φιντέλ Κάστρο όσο και ο αδελφός του Ραούλ Κάστρο ήταν μέλη της Μεγάλης Στοάς της Κούβας πολύ πριν από την Επανάσταση.

Ωστόσο, κανένας από τους δύο δεν επιβεβαίωσε ποτέ τη συμμετοχή του.

Μια ξεχωριστή στοά ιδρύθηκε από Τέκτονες που κατέφυγαν από την Κούβα μετά την Επανάσταση, με την ονομασία Μεγάλη Στοά της Κούβας στην Εξορία, η οποία λειτουργούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες με έδρα τη Φλόριντα.

Οι δύο στοές λειτουργούσαν ταυτόχρονα. Ωστόσο, κάποια στιγμή κατά τη δεκαετία του 1980, υπήρξαν εικασίες ότι η Μεγάλη Στοά στην Εξορία χρησιμοποιούνταν ως χρηματοδότης αντικομμουνιστικών πολιτικών τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, κάτι που απαγορεύεται αυστηρά από τις τεκτονικές αρχές.

Η Στοά στην Εξορία βρέθηκε στο επίκεντρο ενός σχεδίου δολοφονίας του Φιντέλ Κάστρο, στο πλαίσιο της Επιχείρησης Μανγκούστα.

Θεσμική Επαναπροσαρμογή της Επανάστασης

Η Revista de la Gran Logia de Cuba, που εκδόθηκε το 1959, προσφέρει μια αναδρομική αφήγηση των δραστηριοτήτων και της θεσμικής ανάπτυξης της Μεγάλης Στοάς της Κούβας (Gran Logia de Cuba de A.L. y A.M.) κατά τη δεκαετία πριν από την Κουβανική Επανάσταση, καθώς και της ανταπόκρισής της στις πολιτικές αλλαγές που ακολούθησαν τον επαναστατικό θρίαμβο του Ιανουαρίου 1959.

Στην εκδοτική της στήλη, το περιοδικό αντικαθιστά το παραδοσιακό κύριο άρθρο με μια «Διακήρυξη Αρχών» που εξέδωσε η ηγεσία της Μεγάλης Στοάς.

Το έγγραφο αυτό εκφράζει την υποστήριξη στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κοσμική εκπαίδευση και την κοινωνική πρόοδο.

Επιβεβαιώνει επίσης τη μακροχρόνια δέσμευση της αδελφότητας στις εθνικές αξίες της Κούβας, όπως η ελευθερία, η ισότητα και η αδελφοσύνη.

Το περιοδικό περιλαμβάνει αναφορές στη συμμετοχή του Τεκτονισμού στα γεγονότα που περιβάλλουν την Κουβανική Επανάσταση.

Αναφέρει ότι η Μεγάλη Στοά παρείχε υποστήριξη σε μέλη του Κινήματος της 26ης Ιουλίου, συμπεριλαμβανομένων φοιτητών ακτιβιστών, και περιγράφει τον Εθνικό Τεκτονικό Ναό [Τεκτονικό Μέγαρο] ως χώρο συνάντησης κατά τη διάρκεια της πάλης ενάντια στο καθεστώς Μπατίστα.

Η έκδοση σημειώνει επίσης ότι ο θεσμός αντιμετώπισε παρακολούθηση και περιστασιακές εφόδους κατά την περίοδο αυτή.

Ο Χόρχε Μπεάτο Νούνιες έγραψε στην εναρκτήρια δήλωσή του:

«Πιστεύουμε στη χρησιμότητα της αρετής και στα πλεονεκτήματα της δημοκρατικής εδραίωσης.

»Πιστεύουμε ότι ο Τεκτονισμός, ως οργανικός θεσμός της Ηθικής, μπορεί να επανορθώσει σε μεγάλο βαθμό τη διάσπαση ενός κόσμου σε κρίση.

»Πιστεύουμε ότι η λειτουργία της διάλυσης της άγνοιας, της καταπολέμησης της πείνας και της εμπνευσμένης αγάπης στην Ανθρωπότητα δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί ή να περιοριστεί, ανεξαρτήτως των εμποδίων που μπορεί να αντιταχθούν.

»Πιστεύουμε ότι οι αρχές που υποστηρίζονται από την Τέταρτη Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μας υποχρεώνουν να προστατεύσουμε την ακεραιότητα και την ευημερία της Πατρίδας, τη διατήρηση των εθνικών θεσμών και την υποστήριξη των διωκόμενων επαναστατών, είτε είναι Τέκτονες είτε όχι, ενώ οι αίθουσες της Στοάς φιλοξένησαν χιλιάδες συναντήσεις με τον ίδιο σκοπό.

»Οι αδελφοί Ιησουίτες και οι φοιτητές του Τεκτονικού Πανεπιστημίου είχαν την αποφασιστική προστασία της Μεγάλης Στοάς στις επαναστατικές τους δραστηριότητες, και σε αναγνώριση αυτού, κρατάμε ως πολύτιμο βραβείο την επικοινωνία της Φοιτητικής Ενότητας του Κινήματος της 26ης Ιουλίου, που αναγνωρίζει αυτό το έργο.

»Αυτές οι δραστηριότητες προσέλκυσαν φυσικά την προσοχή των κατασταλτικών δυνάμεων και κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, εγκαθιδρύθηκε ισχυρή παρακολούθηση στον Εθνικό Τεκτονικό Ναό, για να μάθουν για τις δραστηριότητες της Μεγάλης Στοάς και του Τεκτονικού Πανεπιστημίου.

»Αυτή η παρακολούθηση οδήγησε σε συχνές επισκέψεις και έρευνες στο κτίριό μας και στη φανερή ή μυστική σύλληψη ή στενή παρακολούθηση πολλών ακόμη μελών και ηγετών του Τεκτονισμού».

Η Μεγάλη Στοά αναγνωρίζει την υποστήριξη που έλαβε από τεκτονικές οργανώσεις σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Γίνεται ειδική μνεία στη συνεργασία με τις Μεγάλες Στοές στο Μεξικό, τη Γουατεμάλα, την Κόστα Ρίκα, τη Νέα Υόρκη και άλλες.

Το περιοδικό υπογραμμίζει τη βοήθεια του Εδουάρδο Ρινκόν Γκαγιάρδο, πρώην Μεγάλου Διδασκάλου της Κοιλάδας του Μεξικού και Εκτελεστικού Γραμματέα της Διαμερικανικής Τεκτονικής Συνομοσπονδίας, στη διευκόλυνση επαφών και υποστήριξης για τους Κουβανούς Τέκτονες στην εξορία και τις επαναστατικές δραστηριότητες.

Η έκδοση του 1959 της Revista de la Gran Logia de Cuba τοποθετεί τον Τεκτονισμό ως ευθυγραμμισμένο με την εθνική πρόοδο και υποστηρικτικό του νέου πολιτικού πλαισίου που εγκαθιδρύθηκε από την Κουβανική Επανάσταση. Αυτές οι δηλώσεις αντικατοπτρίζουν την αυτοπαρουσίαση και την αφηγηματική θεσμική ταυτότητα της Μεγάλης Στοάς, όπως δημοσιεύτηκαν εκείνη την εποχή.

Παρά τις σημαντικές πολιτικές και θεσμικές πιέσεις, ο Τεκτονισμός έχει επιβιώσει στις νήσους της Κούβας.

Ενώ ορισμένα φιλοκυβερνητικά μέλη επιδίωξαν τη διάλυση της οργάνωσης μετά την Επανάσταση του 1959, υποστηρίζοντας ότι τα επαναστατικά ιδανικά την είχαν καταστήσει παρωχημένη, η αδελφότητα συνέχισε να υφίσταται.

Το 2010, ο αριθμός των μελών ανερχόταν σε 30.000, ελαφρώς χαμηλότερος από το σύνολο των 34.000 το 1958, αλλά σημαντικά υψηλότερος από τα 19.690 που καταγράφηκαν το 1981.

Οι κουβανικές τεκτονικές στοές λειτουργούσαν περίπου 220 ναούς, αν και το κράτος είχε κατάσχει αρκετά ακίνητα και περιόρισε την πρόσβαση στο Μέγαρο της Μεγάλης Στοάς στο κέντρο της Αβάνας.

Στις 27 Φεβρουαρίου 1955, ο Εθνικός Ναός [Τεκτονικό Μέγαρο] της Μεγάλης Στοάς της Κούβας και των Αντιλλών εγκαινιάστηκε στην Αβάνα, κατά τη διάρκεια της Τρίτης Διαμερικανικής Τεκτονικής Διάσκεψης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ πατώντας ΕΔΩ…

Διαβάστε περισσότερα άρθρα

EBU: Κανονικά στη Eurovision 2026 το Ισραήλ – Αποχωρούν Ολλανδία, Ιρλανδία, Ισπανία και Σλοβενία

Οι Αμερικανοί ανέπτυξαν ειδική δύναμη κρούσης ντρόουν LUCAS στη Μέση Ανατολή

Συνάντηση Πούτιν-Γουίτκοφ: Χωρίς συμφωνία, αλλά χαρακτηρίστηκε «χρήσιμη και εποικοδομητική» από το Κρεμλίνο

Τραμπ έτοιμος να πατήσει το κουμπί: Σύντομα θα χτυπήσουμε και το εσωτερικό της Βενεζουέλας

Γιάννης Αντετοκούνμπο: Διέγραψε στα social media τις φωτογραφίες του με τους Μπακς

Πολιτική Απορρήτου - Στοιχεία Εταιρείας
Για έγκυρη ενημέρωση πατήστε follow και ακολουθήστε μας στο twitter
Follow @tribunegr