


Ένα περιστατικό που αρχικά φαινόταν περιορισμένης σημασίας, με τη σύλληψη ενός 59χρονου ελαιοχρωματιστή στην Αλεξανδρούπολη για φωτογράφιση στρατιωτικών εγκαταστάσεων, εξελίχθηκε σε μια σοβαρή υπόθεση που φωτίζει ένα πολύπλοκο δίκτυο κατασκοπείας και πιθανών επιχειρήσεων δολιοφθοράς στα Βαλκάνια.
Η υπόθεση, που αποκαλύφθηκε στις 29 Απριλίου 2025, έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον λόγω της εμπλοκής της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών GRU και της γεωπολιτικής σημασίας της περιοχής.
Ο ρόλος του 59χρονου ελαιοχρωματιστή
Ο 59χρονος, ομογενής από τη Γεωργία και μόνιμος κάτοικος Αλεξανδρούπολης, ζούσε μια φαινομενικά συνηθισμένη ζωή ως οικογενειάρχης και επαγγελματίας ελαιοχρωματιστής.
Ωστόσο, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) και η Ελληνική Αστυνομία (ΕΛΑΣ) τον συνέλαβαν ενώ φωτογράφιζε και βιντεοσκοπούσε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης και κινήσεις στρατιωτικών οχημάτων.
Το υλικό, που αποστέλλονταν μέσω κρυπτογραφημένης εφαρμογής, περιλάμβανε λεπτομέρειες για φορτοεκφορτώσεις εξοπλισμού, πιθανώς με προορισμό την Ουκρανία.
Ο συλληφθείς, που είχε υπηρετήσει στον σοβιετικό στρατό στη Σιβηρία, ομολόγησε τη δράση του, δηλώνοντας ότι ενεργούσε για τη «μαμά Ρωσία» χωρίς να τον ενδιαφέρει η χρηματική αμοιβή που του είχε προταθεί.
Παρά την ομολογία του, υποστηρίζει ότι δεν διέθετε ή μετέδιδε απόρρητες πληροφορίες και ότι το υλικό του ήταν δημοσίως προσβάσιμο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μετά την απολογία του, κρίθηκε προφυλακιστέος, αντιμετωπίζοντας ποινή κάθειρξης 5 έως 10 ετών για κατασκοπεία εν καιρώ ειρήνης.
Ο «Βικέντιος»: Ο στρατολόγος και επιχειρησιακός πράκτορας
Στο επίκεντρο της έρευνας βρίσκεται ο 52χρονος ομογενής από τη Γεωργία, γνωστός με το ψευδώνυμο «Βικέντιος», ο οποίος φέρεται να στρατολόγησε τον 59χρονο.
Ο «Βικέντιος», με ποινικό παρελθόν σε υποθέσεις ναρκωτικών, ληστειών και πιθανώς δολοφονιών, συνελήφθη στη Λιθουανία.
Οι ελληνικές Αρχές τον παρακολουθούσαν από το καλοκαίρι του 2024, ενώ το φθινόπωρο κατέγραψαν συχνές μετακινήσεις του στη Βόρεια Ελλάδα και επαφές με διάφορα άτομα, ενισχύοντας τις υποψίες για τη δημιουργία δικτύου πληροφοριοδοτών.
Η ΕΥΠ, σε συνεργασία με λιθουανικές και άλλες ευρωπαϊκές μυστικές υπηρεσίες, αποκάλυψε ότι ο «Βικέντιος» δεν ήταν απλός μεσολαβητής.
Φέρεται να λειτουργούσε ως «χειριστής» της GRU, αναλαμβάνοντας αποστολές υψηλού ρίσκου, όπως οργάνωση επιχειρήσεων δολιοφθοράς σε φιλονατοϊκές χώρες και ακόμη και σχέδια εκτέλεσης αντιφρονούντων.
Στη Λιθουανία, συνελήφθη ενώ φέρεται να προετοίμαζε συμβόλαιο θανάτου κατά Ρώσου αντιφρονούντα, ενέργεια που αποτράπηκε την τελευταία στιγμή.
Η τακτική των «Criminal Proxies» και η GRU
Η υπόθεση εντάσσεται στη γνωστή τακτική των «criminal proxies», που χρησιμοποιεί η GRU για τη στρατολόγηση ατόμων με ποινικό υπόβαθρο ή ιδεολογικά κίνητρα.
Αυτοί οι πράκτορες, συχνά χωρίς διπλωματική κάλυψη, ζουν για χρόνια στις χώρες-στόχους, διατηρώντας χαμηλό προφίλ.
Στην περίπτωση του 59χρονου, η επιλογή ενός «ανθρώπου της διπλανής πόρτας» εξασφάλιζε την απουσία υποψιών, ενώ η εμπειρία του «Βικέντιου» στο οργανωμένο έγκλημα του επέτρεπε να λειτουργεί αποτελεσματικά ως σύνδεσμος.
Οι Αρχές υποψιάζονται ότι το δίκτυο είχε στόχο όχι μόνο τη συλλογή πληροφοριών, αλλά και τη διεξαγωγή πράξεων δολιοφθοράς, πιθανώς σε ΝΑΤΟϊκές εγκαταστάσεις ή πομπές που διέρχονται από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.
Μια ένδειξη υπέρ αυτού του σεναρίου ήταν η ξαφνική αλλαγή λιμανιού από την Αλεξανδρούπολη στην Καβάλα για ένα αμερικανικό πλοίο που μετέφερε στρατιωτικό υλικό, μόλις μία ημέρα πριν τη σύλληψη του 59χρονου.
Εξελίξεις και συνεχιζόμενη έρευνα
Η ΕΥΠ και οι συνεργαζόμενες υπηρεσίες εξετάζουν το ενδεχόμενο ύπαρξης και άλλων εμπλεκομένων ή στόχων στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Η ανάλυση του υλικού από το κινητό του 59χρονου αποκάλυψε ότι παρακολουθούσε στρατιωτικές δραστηριότητες τουλάχιστον για έξι μήνες, ενώ ο «Βικέντιος» φέρεται να είχε επαφές σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.
Οι Αρχές διερευνούν αν ευαίσθητες εγκαταστάσεις πέρα από την Αλεξανδρούπολη τέθηκαν στο στόχαστρο του δικτύου.
Η υπόθεση έχει προκαλέσει ανησυχία λόγω της στρατηγικής σημασίας της Αλεξανδρούπολης, η οποία αποτελεί κόμβο για τη μεταφορά στρατιωτικού υλικού προς την Ουκρανία και φιλοξενεί ΝΑΤΟϊκές και αμερικανικές δυνάμεις.
Οι έρευνες συνεχίζονται για τον εντοπισμό πιθανών συνεργών και την πλήρη χαρτογράφηση της δράσης του δικτύου, ενώ η συνεργασία με διεθνείς υπηρεσίες ενισχύει τις προσπάθειες αποτροπής παρόμοιων απειλών.
Η υπόθεση της Αλεξανδρούπολης αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κατασκοπευτικών δικτύων και τον κίνδυνο που ελλοχεύει σε περιοχές γεωπολιτικής σημασίας.
Η εμπλοκή της GRU, η τακτική των «criminal proxies» και η πιθανότητα σχεδίων δολιοφθοράς υπογραμμίζουν την ανάγκη συνεχούς επαγρύπνησης και διεθνούς συνεργασίας.
Καθώς οι έρευνες εξελίσσονται, η υπόθεση αυτή αποτελεί μια υπενθύμιση των αόρατων απειλών που κρύβονται πίσω από την καθημερινότητα.